«Εθνική ταυτότητα και Εθνική Κρατική οντότητα σε έναν χώρο που δεν ήταν ποτέ Μακεδονία και δεν κατοικούνταν ποτέ από Μακεδόνες. Τα εσωτερικά θέματα είναι θέματα του ελληνικού λαού.
Εάν ο Μάθιου Νίμιτς φέρει το θέμα στα Ηνωμένα Εθνη θα οργανώσουμε ακόμη μεγαλύτερη αντίσταση. Πρέπει να θάψουμε την επιθυμία του Ζάεφ – Νίμιτς να ονομαστεί η Δημοκρατία των Σκόπιων, Μακεδονία….
Η Συμφωνία των Πρεσπών έχει σκοπό να δώσει κρατική οντότητα και εθνική ταυτότητα Μακεδόνων σε κράτος που δεν έχει ποτέ σχέση με την Μακεδονία. Να δώσει εθνική ταυτότητα Μακεδόνων στους παρατημένους παρτιζάνους του 1940-1950».
Αυτή τη δήλωση του Κρις Σπύρου στο Πρώτο Θέμα θα ήταν μια καλή αφορμή για αναψηλάφηση της Ιστορίας.
Ποιοι ήταν λοιπόν οι Παρτιζάνοι; Πως από τη Μακεδονία του Βαρδάρη φθάσαμε στη βόρεια Μακεδονία;
Κατά τα τέσσερα χρόνια της συμμετοχής της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γιουγκοσλαβία πέρασε δια πυρός και σιδήρου. Το 1941, ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος αλλά γρήγορα οι Γιουγκοσλάβοι πατριώτες ανασυντάχθηκαν και άρχισαν να προβάλλουν λυσσαλέα αντίσταση. Οι δύο κυριότερες αντάρτικες οργανώσεις τους, οι Σέρβοι εθνικιστές Tσέτνικ και οι κομμουνιστές Παρτιζάνοι , κατόρθωσαν να καθηλώσουν αρκετές γερμανικές μεραρχίες στη Γιουγκοσλαβία-διαβάζουμε στον ιστότοπο historical-quest.com.
Οι διαμάχες μεταξύ των δύο αυτών αντιστασιακών οργανώσεων για τον έλεγχο εδαφών και της πολεμικής λείας, σταδιακά μετατράπηκαν σε ανοικτό εμφύλιο πόλεμο, από τον οποίο νικητές αναδείχτηκαν οι Παρτιζάνοι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ίδρυση της νέας, μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας.
Μετά τη συντριπτική νίκη της Βέρμαχτ και την παράδοση της Γιουγκοσλαβίας στις 17 Απριλίου 1941, ο Χίτλερ θεώρησε ότι αυτή η χώρα δεν θα του δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα. Έτσι, τα εδάφη της μοιράστηκαν σύμφωνα με ένα σχέδιο βασισμένο στη πρόταση του Χίτλερ της 27ης Απριλίου. Η κεντρική Σερβία με το Βανάτο και η Βοσνία τέθηκαν κάτω από άμεση γερμανική διοίκηση, ενώ η Μπάτσκα, η Μπάραντα και κάποιες μικρότερες μεθοριακές περιοχές προσαρτήθηκαν στην Ουγγαρία. Η ανατολική και νοτιοανατολική Σερβία, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της «Μακεδονίας του Βαρδάρη», καταλήφθηκαν από τη Βουλγαρία. Η «Μεγάλη Αλβανία» προσάρτησε το μεγαλύτερο μέρος του Κοσσυφοπεδίου καθώς και τη δυτική «Μακεδονία του Βαρδάρη». Οι Ιταλοί κατέλαβαν το Μαυροβούνιο, τη Δαλματία και ένα μέρος της Σλοβενίας. Στα εδάφη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Κροατίας σχηματίστηκε στις 10 Απριλίου το «ανεξάρτητο» κράτος της Κροατίας υπό τον Άντε Πάβελιτς, ηγέτη του φασιστικού κινήματος των Ουστάσι. Εφησυχασμένος πλέον, ο Χίτλερ απέσυρε τις δυνάμεις του για να τις χρησιμοποιήσει εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, αφήνοντας στη Γιουγκοσλαβία μόνο τέσσερις μεραρχίες.
Οι κυριότερες αντιστασιακές οργανώσεις
Η πρώτη οργάνωση ανταρτών που έκανε την εμφάνισή της ήταν οι Τσέτνικ, που έλαβαν την ονομασία τους από τους αντάρτες που δρούσαν στην παραμεθόρια περιοχή με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με το ίδιο όνομα. Ήταν κυρίως Σέρβοι, με αρχηγό τον συνταγματάρχη του Γιουγκοσλαβικού Στρατού Ντράζα Μιχαήλοβιτς (1). Αντίθετα, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας παρέμενε αδρανές μέχρι τις 22 Ιουνίου 1941 (οπότε η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης), επειδή το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο Φιλίας δεν επέτρεπε στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα να δράσει αντίθετα με την πολιτική της Μόσχας. Μετά την παραβίαση του Συμφώνου και τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, ακολουθώντας την προτροπή της Μόσχας, οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές άρχισαν εχθροπραξίες εναντίον των Γερμανών, απασχολώντας εχθρικές δυνάμεις στη χώρα τους και αποσπώντας τις από το Ανατολικό μέτωπο. Σταδιακά, στο εξωτερικό άρχισαν να φθάνουν συγκεχυμένες πληροφορίες για την εμφάνιση Παρτιζάνων που είχαν οργανωθεί από το ΚΚΓ. Μεγαλύτερη σύγχυση αλλά και αίσθηση προκαλούσε στη Δύση το όνομα του αρχηγού τους, καθώς πολλοί πίστευαν ότι το όνομα ΤΙΤΟ αναφερόταν στα αρχικά της ονομασίας της οργάνωσης, ή ότι επρόκειτο για κάποιον στρατηγό του Ερυθρού Στρατού. Σχεδόν μέχρι το τέλος του 1941 η πραγματική ταυτότητα του Τίτο παρέμενε άγνωστη, ενώ αργότερα αποκαλύφθηκε πως επρόκειτο για τον Γιόζιπ Μπροζ, Γενικό Γραμματέα του ΚΚΓ από το 1937 (2).
Στις 29 Ιουλίου 1941, οι Παρτιζάνοι εγκαινίασαν την ένοπλη δράση τους με μια επιχείρηση κατά την οποία 40 αντάρτες απελευθέρωσαν από το νοσοκομείο των φυλακών του Βελιγραδίου τον Αλεξάνταρ Ράνκοβιτς (3). Οι πρώτες επιθέσεις των Παρτιζάνων εναντίον των Γερμανών πραγματοποιήθηκαν στη δυτική Σερβία και στο Μαυροβούνιο και είχαν μεγάλη επιτυχία. Οι Γερμανοί υποχώρησαν εκκενώνοντας περιοχές και πόλεις όπως το Ούζιτσε, το Τσάτσακ, ή η Πόζεγκα, και εγκαταλείποντας μεγάλες ποσότητες υλικών, όπως τον μηχανολογικό εξοπλισμό ενός εργοστασίου παραγωγής όπλων, 300 τόνους καπνού και μεγάλες ποσότητες από τσιγαρόχαρτα. Με τη βοήθεια του εξοπλισμού που βρήκαν, οι Παρτιζάνοι δημιούργησαν ένα υπόγειο εργοστάσιο κατασκευής όπλων με ημερήσια παραγωγή 400 τεμαχίων. Με τον καπνό και τα τσιγαρόχαρτα άρχισαν να κατασκευάζουν τσιγάρα, στα οποία τύπωσαν και το κόκκινο αστέρι που είχε καθιερωθεί ως έμβλημά τους, και τα οποία κυκλοφόρησαν στις κατεχόμενες από τους Γερμανούς περιοχές. Παράλληλα, επιδόθηκαν με ζήλο στη στρατολόγηση εκατοντάδων μαχητών ακόμη και στις μη απελευθερωμένες περιοχές, δηλαδή στην Κροατία, τη Βοσνία, το Μαυροβούνιο και τη Σλοβενία.
Ενώ όμως ο Μιχαήλοβιτς και οι Τσέτνικ τόνιζαν πως αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της χώρας, την επιστροφή της στο προγενέστερο πολιτικό και κοινωνικό status quo και για την τιμωρία των προδοτών, ιδιαίτερα των Κροατών, Μουσουλμάνων και των εκπροσώπων των μειονοτήτων (Ούγγρων, Αλβανών), ο Τίτο και οι Παρτιζάνοι θεώρησαν τον πόλεμο μια μοναδική ευκαιρία να υλοποιήσουν τους πολιτικούς τους στόχους κάτω από το πρόσχημα ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Η τακτική του Μιχαήλοβιτς ήταν να αποφεύγει τις συχνές επιθέσεις εναντίον των Γερμανών, εξαιτίας του φόβου αντιποίνων. Αντίθετα, ο Τίτο συνέχισε τις επιθέσεις του χωρίς να ενδιαφέρεται για τα αντίποινα, οργανώνοντας το αντάρτικο κίνημά του σαν κομματικό στρατό. Οι μονάδες των Παρτιζάνων είχαν σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά (το κόκκινο αστέρι, το όνομα Παρτιζάνος που παρέπεμπε στη σοβιετική πρακτική, τη λειτουργία πολιτικών επιτροπών κ.ά.). Ορισμένα μέτρα που έλαβαν οι Παρτιζάνοι στα απελευθερωμένα εδάφη της «Δημοκρατίας του Ούζιτσε» το φθινόπωρο του 1941, όπως τα επαναστατικά δικαστήρια, και η κατάσχεση περιουσιών, προοιωνίζονταν την εισαγωγή νέων επαναστατικών μεθόδων. Γι’ αυτούς τους λόγους, τον Σεπτέμβριο του 1941 οι Βρετανοί αποκατέστησαν επαφή μέσω ασυρμάτου με τον Μιχαήλοβιτς, ενώ η εξόριστη γιουγκοσλάβικη κυβέρνηση τον διόρισε αρχηγό των αντάρτικων δυνάμεων που δρούσαν στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία.
Αρχικές επιχειρήσεις των Παρτιζάνων
Με αυτές τις διαδικασίες προέκυψαν δύο αντιστασιακές οργανώσεις με διαφορετική ιδεολογία, τρόπο οργάνωσης και τακτική. Φυσιολογικά λοιπόν ανέκυψαν και συγκρούσεις μεταξύ τους, αφού πρέσβευαν διαφορετικά κοινωνικά συστήματα. Παρά ταύτα, ο κοινός αγώνας εναντίον των κατακτητών οδήγησε τους δύο αρχηγούς στην απόφαση να συνεργαστούν, έστω και προσωρινά. Τον Σεπτέμβριο του 1941, οι Τίτο και Μιχαήλοβιτς συναντήθηκαν για να συντονίσουν τις προσπάθειές τους, προγραμματίζοντας μάλιστα και μια δεύτερη συνάντηση τον επόμενο μήνα. Προτού όμως πραγματοποιηθεί αυτή, με κοινές επιχειρήσεις, οι Τσέτνικ και οι Παρτιζάνοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στις πόλεις Κράλιεβο και Κραγκούγεβατς, σκοτώνοντας αρκετούς Γερμανούς. Τα αντίποινα ήταν τρομερά. Η εκτέλεση των κατοίκων του Κραγκούγεβατς τον Οκτώβριο του 1941, θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα ομαδικά εγκλήματα που διέπραξαν οι Γερμανοί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα, η σφαγή των αμάχων ομήρων στο Κραγκούγιεβατς ακολούθησε την επίθεση ομάδων Παρτιζάνων εναντίον της κωμόπολης Γκόρνι Μιλάνοβατς στα μέσα Οκτωβρίου, κατά την οποία σκοτώθηκαν 26 Γερμανοί στρατιώτες και τραυματίστηκαν ακόμη δέκα.
Τα αντίποινα ακολούθησαν τη «συνταγή για τη Σερβία», που προέβλεπε την εκτέλεση 100 ομήρων για τον φόνο κάθε άνδρα των Αρχών κατοχής και άλλων 50 για κάθε τραυματία. Στη σύλληψη και την κράτηση των ομήρων βοήθησαν τη Βέρμαχτ τοπικές ομάδες συνεργατών (Σερβικό Εθελοντικό Σώμα). Αυτό το λουτρό αίματος ώθησε τον Μιχαήλοβιτς να αναθεωρήσει τις σκέψεις του για συνεργασία με τους Παρτιζάνους και να επανέλθει στην αρχική του απόφαση για παθητική στάση, που δεν προκαλούσε τέτοιου είδους αντίποινα. Έτσι, όταν οι δύο αρχηγοί συναντήθηκαν στις 26 Οκτωβρίου, ο Μιχαήλοβιτς αντιτάχθηκε στη δημιουργία κοινού αρχηγείου και η συμφωνία με τον Τίτο περιορίστηκε σε δευτερεύοντα θέματα, όπως η διανομή της παραγωγής των όπλων του εργοστασίου του Ούζιτσε και των εφοδίων που έστελναν οι Βρετανοί στον Μιχαήλοβιτς. Η βασική διαφοροποίηση ως προς την αντίληψη του τρόπου διεξαγωγής του πολέμου, οδήγησε σταδιακά τις δύο οργανώσεις σε συγκρούσεις.
Την 1η Νοεμβρίου, οι Τσέτνικ επιτέθηκαν εναντίον του Ούζιτσε, αλλά οι Παρτιζάνοι τους απέκρουσαν και επιτέθηκαν με τη σειρά τους εναντίον του αρχηγείου του Μιχαήλοβιτς. Μετά από παρέμβαση της Μόσχας, που εκείνη την εποχή επιδίωκε τα αντιστασιακά κινήματα να μην εμφανίζονται ως κομμουνιστικά αλλά ως αντιστασιακά μέτωπα με άλλα κόμματα, η επίθεση τερματίστηκε. Η σύγκρουση Παρτιζάνων-Τσέτνικ θα αποδυνάμωνε την αντίσταση και θα επέτρεπε στους Γερμανούς να την καταστείλουν ευκολότερα. Η κατάσταση αυτή όμως ευνοούσε τα σχέδια των Γερμανών στη Σερβία, οι οποίοι διαπίστωναν ότι οι Παρτιζάνοι παρέμεναν μακριά από αυτή την περιοχή και ότι, επομένως, οι ζωτικές γι’ αυτούς συγκοινωνιακές αρτηρίες στις κοιλάδες των ποταμών Μοράβα και Αξιού ήταν ασφαλείς.
Παράλληλα ο Τίτο, για να αποφύγει αποκλεισμό του από τους Γερμανούς, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Ούζιτσε το φθινόπωρο του 1941 και να οδηγήσει τον στρατό του στην ορεινή περιοχή του Σαντζάκ. Εκεί αναδιοργάνωσε τις δυνάμεις του σε ευέλικτους αλλά ισχυρότερους σχηματισμούς κατάλληλους για ανταρτοπόλεμο, ώστε ο εχθρός να δέχεται ισχυρότερα πλήγματα. Οι νέες αυτές μονάδες ονομάστηκαν «προλεταριακές ταξιαρχίες», περιλάμβαναν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, ήταν εθνικά ανάμικτες και έφεραν χαρακτηριστικές κόκκινες σημαίες με ένα αστέρι. Στα πολεμικά τους απομνημονεύματα συχνά οι απόμαχοι Παρτιζάνοι δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο υψηλό επίπεδο της γυναικείας συμμετοχής στις παρτιζάνικες μονάδες.
Οργανωτική συγκρότηση των Παρτιζάνων
Σκοπός του Τίτο ήταν να σφυρηλατήσει το γιουγκοσλαβικό εθνικό αίσθημα μέσα από τους κοινούς αγώνες. Έτσι, αδιαφορώντας για τα αντίποινα των Γερμανών, συνέχισε τις επιθέσεις εναντίον τους με αποτέλεσμα πολλά θύματα της γερμανικής θηριωδίας, έχοντας χάσει τα πάντα, να καταφεύγουν στους Παρτιζάνους ενισχύοντάς τους. Στα τέλη του χειμώνα του 1941-42, ο Τίτο οδήγησε τους αντάρτες του από το Σαντζάκ στην ορεινή περιοχή μεταξύ του Μαυροβουνίου και της Βοσνίας, η οποία, όπως και η Ερζεγοβίνη, είχε ενσωματωθεί στο ανεξάρτητο κράτος της Κροατίας, του φανατικού εχθρού των Σέρβων Άντε Πάβελιτς. Εκεί βρήκε πρόσφορο έδαφος για τη στρατολόγηση ενός μεγάλου αριθμού ανταρτών μεταξύ των Σέρβων της Βοσνίας, οι οποίοι κατέφευγαν στον Τίτο για να γλυτώσουν από τους διωγμούς και τις σφαγές των Ουστάσι. Την ίδια εποχή, ο στρατός των Παρτιζάνων ενισχύθηκε και από τους Παρτιζάνους του Μαυροβουνίου, που είχαν επιχειρήσει να μετατρέψουν την περιοχή τους σε Σοβιετική Δημοκρατία.
Όμως οι πάντα συντηρητικοί Μαυροβούνιοι θεώρησαν ότι οι «άθεοι» κομμουνιστές ήταν οι φανατικότεροι εχθροί τους και πύκνωσαν τις γραμμές των Τσέτνικ, οι τοπικοί αρχηγοί των οποίων δεν δίστασαν να έλθουν σε συνεννόηση με τους Ιταλούς, εν αγνοία του Μιχαήλοβιτς. Έτσι, οι Ιταλοί και οι Τσέτνικ επιτέθηκαν από κοινού εναντίον των Παρτιζάνων αναγκάζοντάς τους να αποσυρθούν στη Βοσνία και να συνενωθούν με τον Τίτο, ανεβάζοντας έτσι τη δύναμή του σε 6.000 άνδρες. Αντίθετα, στην Κροατία η μεγάλη αριθμητική δυσαναλογία υπέρ των Σέρβων (που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της Κροατίας) στις μονάδες των Παρτιζάνων θα αποτελούσε πρόβλημα για τους Κροάτες κομμουνιστές. Ο Τίτο είχε ζητήσει επανειλημμένα από την ηγεσία του ΚΚ Κροατίας να προσελκύει μεγαλύτερο αριθμό Κροατών στις μονάδες των Παρτιζάνων. Από την άλλη πλευρά, οι Κροάτες της Δαλματίας, την οποία κατέλαβαν οι Ιταλοί και όπου υπήρχε ισχυρό φιλογιουγκοσλαβικό αίσθημα, προσχωρούσαν στις μονάδες των Παρτιζάνων από την αρχή του πολέμου. Μαζική προσχώρηση Κροατών από την κυρίως Κροατία στις μονάδες των Παρτιζάνων δεν επρόκειτο να σημειωθεί παρά μόνο πριν από την τελευταία φάση του πολέμου, όταν αυτοί αποτέλεσαν την πλειονότητα των αγωνιστών.
Στη Σλοβενία, το κίνημα των Παρτιζάνων αντιμετώπισε άλλες ιδιαιτερότητες. Ήταν καλά οργανωμένο στις πόλεις, όπου προσχώρησαν σ’ αυτό εκτός από τους κομμουνιστές και οι εκπρόσωποι ορισμένων αστικών πολιτικών κομμάτων και ενώσεων. Εκεί οι Παρτιζάνοι είχαν συγκροτήσει μικρές ομάδες που δρούσαν στο εσωτερικό της χώρας καταδιωκόμενες συνεχώς από μονάδες του Άξονα. Έτσι, η δράση των Σλοβένων Παρτιζάνων περιοριζόταν αποκλειστικά στο έδαφος της Σλοβενίας.
Η διένεξη μεταξύ των Γιουγκοσλάβων και Βουλγάρων κομμουνιστών στη «Μακεδονία του Βαρδάρη», είχε ως αποτέλεσμα την καθυστερημένη οργάνωση του κινήματος των Παρτιζάνων στην περιοχή. Το κίνημα αυτό ισχυροποιήθηκε στις παραμεθόριες περιοχές με τη Σερβία και την Ελλάδα ιδιαίτερα το 1943 και 1944, οπότε υπήρξε και συνεργασία με τον ΕΛΑΣ.
Στη Βοσνία, ο Τίτο εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη Φότσα, απ’ όπου έστελνε απεγνωσμένα σήματα στη Μόσχα για βοήθεια. Τον Απρίλιο του 1942, οι Παρτιζάνοι περικυκλώθηκαν από ένα πλήθος εχθρών. Γερμανοί, Ιταλοί, Ουστάσι και Κροάτες εθνοφρουροί ενισχύθηκαν για πρώτη φορά από Τσέτνικ. Η έλλειψη πυρομαχικών και τροφίμων, καθώς και η ορεινή και άγονη περιοχή, έφεραν τον Τίτο σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Τότε πήρε την παράτολμη απόφαση να μετατρέψει την τακτική του από αμυντική σε επιθετική και να μεταφέρει τον πόλεμο στην καρδιά του κράτους του Πάβελιτς. Στις 23 Ιουνίου 1942 άρχισε η επική πορεία των Παρτιζάνων οι οποίοι, πολεμώντας συνεχώς κάτω από αντίξοες συνθήκες, διέσχισαν την ορεινή Βοσνία και, μετά από πορεία πέντε μηνών, έφθασαν στις αρχές Νοεμβρίου στο Μπίχατς, 130 χιλιόμετρα νότια του Ζάγκρεμπ. Ως αποτέλεσμα αυτού του άθλου, απελευθερώθηκε περί το ένα έκτο των γιουγκοσλάβικων εδαφών, στα οποία ο Τίτο εγκατέστησε νέες αρχές (τις Επιτροπές Λαϊκής Απελευθέρωσης). Παράλληλα, αυξήθηκε η δύναμη του στρατού των Παρτιζάνων (ο οποίος στο μεταξύ μετονομάστηκε Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) σε 150.000 άνδρες ή, σύμφωνα με τους Γερμανούς, σε 45.000. Ο Τίτο συγκρότησε στο Μπίχατς μια συνέλευση από 54 αντιπροσώπους των Επιτροπών Λαϊκής Απελευθέρωσης, η οποία εξέλεξε ένα συμβούλιο που αποτέλεσε την κυβέρνηση της κατεχόμενης χώρας, αγνοώντας τελείως την εξόριστη κυβέρνηση. Το συμβούλιο αυτό ονομάστηκε Αντιφασιστικό Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (AVNOJ) και αυτοανακηρύχθηκε ανώτατο όργανο εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας στη χώρα, η οποία θα έπρεπε να ανασυσταθεί ως ομοσπονδιακό κράτος. Παράλληλα με τους Σέρβους, Κροάτες και Σλοβένους, το AVNOJ τόνιζε την εθνική ιδιαιτερότητα των Μαυροβουνίων και των «Μακεδόνων του Βαρδάρη», ενώ αποδέχθηκε και την ιδιαιτερότητα του μουσουλμανικού πληθυσμού. Με απόφασή του καταργήθηκε η μοναρχία και νομιμοποιήθηκε η κυβέρνηση των Παρτιζάνων (ΝΚΟJ), με πρόεδρο τον Τίτο.
Οι επιθέσεις της Βέρμαχτ
Στις 20 Ιανουαρίου 1943 άρχισε μια μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση των Γερμανών με τη συνθηματική ονομασία «Λευκή Επιχείρηση» και στόχο τους Παρτιζάνους, στην οποία συμμετείχαν Ιταλοί, Ουστάσι και Τσέτνικ. Στόχος ήταν η κατάληψη της ελεύθερης περιοχής του Μπίχατς και της δυτικής Βοσνίας. Ο Τίτο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αυτές τις περιοχές και να κινηθεί νοτιοανατολικά, προς την κατεύθυνση του ποταμού Νερέτβα, επιστρέφοντας στις περιοχές που είχε εγκαταλείψει οκτώ μήνες νωρίτερα. Στο τέλος Φεβρουαρίου οι Παρτιζάνοι, συνοδευόμενοι από πλήθος αμάχων και τραυματιών (περίπου 40.000 αμάχους και 3.500 τραυματίες), έφθασαν στις όχθες του Νερέτβα. Ο Τίτο σχεδίαζε να διαβεί τον ποταμό από τη γέφυρα στην πόλη Κόνιτς και να παρακάμψει τον ορεινό όγκο του Πρένι που κατείχαν οι Τσέτνικ. Είχε στείλει, λοιπόν, δυνάμεις εκεί με εντολή τη δημιουργία ενός προγεφυρώματος.
Με άλλη διαταγή του, όλες οι υπόλοιπες γέφυρες του Νερέτβα είχαν καταστραφεί. Οι επιθέσεις όμως των Γερμανών ανάγκασαν τους αντάρτες να εγκαταλείψουν το προγεφύρωμα του Κόνιτς, με αποτέλεσμα οι Παρτιζάνοι να βρεθούν ξαφνικά περικυκλωμένοι. Τότε, ο Τίτο αναγκάστηκε να στραφεί 22 χιλιόμετρα δυτικότερα, προς την κατεστραμμένη σιδηροδρομική γέφυρα της Γιαμπλάνιτσα, την οποία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει για να διασπάσει τον κλοιό, ανοίγοντας δρόμο μέσα από την περιοχή των Τσέτνικ. Για να παραπλανήσει τους Γερμανούς, διέταξε αντεπίθεση εναντίον των δυνάμεων που πλησίαζαν από τα δυτικά, ενώ ταυτόχρονα μια ομάδα Παρτιζάνων, χρησιμοποιώντας τις κατεστραμμένες ράγες και τα δοκάρια της γκρεμισμένης γέφυρας, πέρασε στην απέναντι όχθη καταλαμβάνοντας ένα φυλάκιο των Τσέτνικ. Ακολούθησαν έξι τάγματα τα οποία εγκατέστησαν ένα ισχυρό προγεφύρωμα στις πλαγιές του Πρένι. Την επομένη, τοποθέτησαν στη γέφυρα σανίδες και κορμούς δέντρων, διαμορφώνοντας έναν διάδρομο μήκους περίπου 60 μέτρων. Για να αποφύγουν τις αεροπορικές επιθέσεις, αποφασίστηκε η γέφυρα να χρησιμοποιείται μόνο τη νύχτα. Την 7η Μαρτίου 1943 άρχισε η διάβαση, με πρώτους τους τραυματίες. Επειδή οι Γερμανοί πλησίαζαν συνεχώς, αποφασίστηκε η χρησιμοποίηση της γέφυρα και στη διάρκεια της ημέρας. Η επικίνδυνη επιχείρηση της διέλευσης του Νερέτβα ολοκληρώθηκε στις 15 Μαρτίου, οπότε διαπεραιώθηκαν 25.000 Παρτιζάνοι. Στη συνέχεια, ο στρατός του Τίτο επιτέθηκε με όλες τις δυνάμεις του εναντίον των Τσέτνικ και τους διασκόρπισε. Η εκμηδένιση και ο αφοπλισμός τους, που σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο των Γερμανών θα πραγματοποιείτο από τους Ιταλούς, έγινε τελικά από τους Παρτιζάνους, Το τίμημα όμως υπήρξε βαρύτατο. Σύμφωνα με πληροφορίες γερμανικών πηγών, σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν περίπου 16.000 αντάρτες και άμαχοι που τους ακολουθούσαν.
Τον Μάρτιο του 1943, οι Βρετανοί αποφάσισαν να συνεργαστούν με τους Παρτιζάνους. Τρεις μήνες αργότερα έφτασε στο στρατηγείο του Τίτο η πρώτη βρετανική στρατιωτική αποστολή, με επικεφαλής τον λοχαγό Deakin, οι αναφορές του οποίου υπήρξαν ευνοϊκές για τους Παρτιζάνους. Έτσι οι Βρετανοί άρχισαν να τους προμηθεύουν όπλα, τρόφιμα, πυρομαχικά και ιατρικά εφόδια. Αργότερα, η αποστολή των Βρετανών αναβαθμίστηκε με την άφιξη του ταξιάρχου Φιτζρόυ Μακλήν (Fitzroy Maclean) και του γιου του Βρετανού πρωθυπουργού, Ράντολφ Τσώρτσιλ (Randolph Churchil).
Στα τέλη Μαϊου του 1943, οι Γερμανοί εξαπέλυσαν την πέμπτη από τις συνολικά επτά εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους στη Γιουγκοσλαβία, με τη συνθηματική ονομασία «Μαύρη Επιχείρηση», κατορθώνοντας να παγιδεύσουν τον Τίτο και 19.000 Παρτιζάνους σε έναν θανάσιμο κλοιό στις ορεινές περιοχές της Ερζεγοβίνης και του Μαυροβουνίου. Μετά από αγώνες ενός μήνα στο δύσβατο αυτό έδαφος, οι Παρτιζάνοι κατόρθωσαν να διασπάσουν τον κλοιό στον χείμαρρο Σούτγιεσκα και να διασκορπιστούν στα βουνά της ανατολικής Βοσνίας. Κατά τη διάρκεια ενός αεροπορικού βομβαρδισμού, ο Τίτο και ο λοχαγός Deakin τραυματίστηκαν. Συνολικά, ο Τίτο έχασε 6.000 άνδρες, αλλά και πάλι ο αντικειμενικός σκοπός της επιχείρησης, δηλαδή η οριστική εξόντωση των Παρτιζάνων, δεν επιτεύχθηκε. Οι Γερμανοί διαπίστωσαν ότι όχι μόνο δεν μπορούσαν να αποσύρουν δυνάμεις για να ενισχύσουν το Ανατολικό μέτωπο, αλλά αντίθετα, έπρεπε να ενισχύσουν και αυτές που στάθμευαν στη Γιουγκοσλαβία.
Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, σηματοδότησε την αρχή ενός αγώνα δρόμου με έπαθλο τον αφοπλισμό των 14 ιταλικών μεραρχιών που στάθμευαν στη Σλοβενία, στη Δαλματία και στο Μαυροβούνιο. Για τους Παρτιζάνους, ο ευκολότερος στόχος ήταν η Δαλματία. Αφού κατέλαβαν το Σπλιτ και αρκετά νησιά, αφόπλισαν έξι ιταλικές μεραρχίες και αποκόμισαν στρατιωτικό υλικό αρκετό για τον εξοπλισμό 80.000 ανταρτών. Αρκετές χιλιάδες Ιταλοί προσχώρησαν στους Παρτιζάνους και σχημάτισαν την ιταλική μεραρχία «Γαριβάλδη».
Η Γιουγκοσλαβία απελευθερώνεται
Στα τέλη Μαϊου του 1944, οι Γερμανοί επιχείρησαν μια ξαφνική επίθεση αλεξιπτωτιστών (με την κωδική ονομασία «Κίνηση του ιππότη») στο Ντρβαρ, όπου βρισκόταν η έδρα της Εθνικής Επιτροπής και το στρατηγείο του Τίτο, ο οποίος μετά βίας απέφυγε τον κίνδυνο να σκοτωθεί. Οι επικεφαλής της σοβιετικής και της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής, αντίστοιχα, τον έπεισαν να μεταβεί για λόγους ασφαλείας πρώτα στην Ιταλία και αργότερα στο νησί Βις της Αδριατικής, όπου στις 16 Ιουνίου 1944 συναντήθηκε με τον Σούμπασιτς (4) υπογράφοντας μια συμφωνία που προέβλεπε τη συγκρότηση εθνικής κυβέρνησης, την αποτροπή της υποκίνησης καθεστωτικού ζητήματος ενόσω θα διαρκούσε ο πόλεμος και την προτροπή της εξόριστης κυβέρνησης προς όλους τους Γιουγκοσλάβους μαχητές της αντίστασης να συσπειρωθούν γύρω από τον Τίτο. Δύο μήνες αργότερα, ο Τίτο συναντήθηκε στη Νεάπολη με τον Τσώρτσιλ. Κατά τη συζήτησή τους, ο Τίτο αντιτάχθηκε στην επιστροφή του βασιλιά Πέτρου Β΄ στη χώρα, διεκδίκησε την προσάρτηση της Τεργέστης και της Ιστρίας, και αρνήθηκε να υποσχεθεί επίσημα ότι μετά τη λήξη του πολέμου δεν θα εγκαθιστούσε κομμουνιστικό καθεστώς. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1944, ο Τίτο μεταφέρθηκε με ρωσικό αεροπλάνο στη Μόσχα, όπου συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Στάλιν ζητώντας τη συνδρομή του Ερυθρού Στρατού (που βρισκόταν τότε στα ρουμανογιουγκοσλαβικά σύνορα) για την απελευθέρωση του Βελιγραδίου. Έθεσε όμως ως όρο την αποχώρηση του Ερυθρού Στρατού στην Ουγγαρία αμέσως μετά την απελευθέρωση του Βελιγραδίου και του Σρεμ. Ο Στάλιν δέχτηκε και του διέθεσε ένα ολόκληρο σώμα τεθωρακισμένων.
Την ίδια εποχή, οι Σύμμαχοι έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο «Ratweek», για την παρεμπόδιση της διαφυγής των Γερμανών από την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Με το πρόσχημα της συμμετοχής του σ’ αυτό, ο Τίτο εισέβαλε με ισχυρές δυνάμεις στη Σερβία και διέλυσε τα υπολείμματα των Τσέτνικ. Ο Μιχαήλοβιτς συνελήφθη κοντά στο Βίσεγκραντ και δικάστηκε μαζί με 23 αξιωματούχους του, με την κατηγορία της συνεργασίας με τους Γερμανούς και της διάπραξης εγκλημάτων πολέμου. Ο ίδιος και 10 συγκατηγορούμενοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο. Το μέρος όπου θάφτηκε παρέμεινε μυστικό, για να μη μετατραπεί σε προσκύνημα των οπαδών του.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1944, οι Σοβιετικοί και οι Παρτιζάνοι άρχισαν την επίθεσή τους για την απελευθέρωση της βόρειας Σερβίας και του Βελιγραδίου. Στις 20 Οκτωβρίου 1944 κατέλαβαν το Βελιγράδι μετά από πολύνεκρες μάχες. Η απελευθέρωση της πόλης αποτέλεσε τον μεγαλύτερο θρίαμβο του Τίτο, ενώ ταυτόχρονα σηματοδότησε το τέλος του ανταρτοπόλεμου. Μερικές ημέρες αργότερα, το μέτωπο σταθεροποιήθηκε στην περιοχή του Σρεμ και ο ανταρτοπόλεμος μετατράπηκε σε κανονικό πόλεμο θέσεων. Υλοποιώντας τη συμφωνία του με τον Τίτο, ο Στάλιν απέσυρε τον στρατό του. Παραμένουν όμως αξιοσημείωτες οι ληστείες και οι πράξεις βίας που διέπραξε ο Ερυθρός Στρατός στο μικρό διάστημα της παραμονής του στη Γιουγκοσλαβία. Από την πλευρά του, ο στρατός των Παρτιζάνων (που πλέον είχε μετονομαστεί Γιουγκοσλαβικός Λαϊκός Στρατός και αριθμούσε 800.000 άνδρες) απελευθέρωσε με συνεχείς επιθέσεις κατά τους τελευταίους μήνες του πολέμου και τα υπόλοιπα εδάφη της Γιουγκοσλαβίας.
Η τελική επικράτηση του Τίτο
Τον Μάιο του 1945, άρχισαν οι επιχειρήσεις για την κατάληψη της χερσονήσου της Ιστρίας και της Τεργέστης. Οι Παρτιζάνοι συνάντησαν ισχυρή αντίσταση από τους Γερμανούς, τους Ουστάσι και τις πιστές στον Μουσολίνι μονάδες του Ιταλικού Στρατού. Όταν καταλήφθηκε η Τεργέστη, οι εξαγριωμένοι Παρτιζάνοι διέπραξαν εγκλήματα σε βάρος των αιχμαλώτων και του άμαχου πληθυσμού. Σύμφωνα με τις εκθέσεις των Συμμαχικών Μυστικών Υπηρεσιών, καθημερινά οδηγούσαν ομάδες συλληφθέντων φασιστών στα γιουγκοσλάβικα λαϊκά δικαστήρια, όπου με συνοπτικές διαδικασίες οι περισσότεροι καταδικάζονταν σε θάνατο και εκτελούνταν. Κατά τη διάρκεια των 40 ημερών κατοχής της πόλης από τους Παρτιζάνους, υπολογίζεται ότι 3.500 κάτοικοι της Τεργέστης και ένας ανεξακρίβωτος αριθμός Γιουγκοσλάβων προσφύγων, καθώς και Ιταλών και Γερμανών αιχμαλώτων, εκτελέστηκε ή ρίφθηκε στις χαράδρες που υπήρχαν γύρω από την πόλη. Τα γεγονότα αυτά, που έχουν χαρακτηριστεί «θαμμένο μυστικό της Τεργέστης», δεν έχουν διερευνηθεί μέχρι σήμερα, κυρίως γιατί μετά την απομάκρυνση του Τίτο από τη Σοβιετική Ένωση το 1948, οι Δυτικοί Σύμμαχοι δεν ήθελαν να προκαλέσουν την εχθρότητα του Βελιγραδίου ερευνώντας και αποκαλύπτοντας αυτά τα εγκλήματα. Στη Γιουγκοσλαβία ενσωματώθηκαν οι ιταλικές περιοχές της δυτικής Σλοβενίας και της Ιστρίας, καθώς και το Ζαντάρ και όσα δαλματικά νησιά είχαν επιδοθεί στην Ιταλία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι γερμανικές δυνάμεις που είχαν εγκλωβιστεί στη Γιουγκοσλαβία εξακολουθούσαν να πολεμούν μέχρι τις 15 Μαϊου 1945, μολονότι η Γερμανία είχε συνθηκολογήσει έξι ημέρες νωρίτερα.
Στις 29 Νοεμβρίου 1945, η Ομοσπονδιακή Συνέλευση και το Συμβούλιο των Εθνοτήτων κατάργησαν τη μοναρχία και ίδρυσαν τη Λαϊκή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, που αποτελείτο από διάφορες αυτόνομες περιοχές, με κριτήριο κυρίως την εθνολογική σύσταση του πληθυσμού. Η βάση του κράτους ήταν σοσιαλιστική, όπως προσδιόριζε το μεταγενέστερο Σύνταγμα του 1963, και οι δεσμοί με τις ανατολικές χώρες αρχικά ισχυροί. Τα επόμενα χρόνια, ο Τίτο εργάστηκε για την παγίωση των σοσιαλιστικών θεσμών και την απεξάρτηση της χώρας του από τα κέντρα αποφάσεων της Μόσχας, γεγονός που οδήγησε στην επίσημη ρήξη των σχέσεων του με τη Σοβιετική Ένωση το 1948.
Σημειώσεις
- Μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς αρνήθηκε να παραδοθεί και προτίμησε να συνεχίσει τον αγώνα. Κατέφυγε με τους άνδρες του στην ορεινή περιοχή της κοιλάδας του άνω δυτικού Μοράβα, στα βουνά Ρούτνικ και Μάλιγιεν, την οποία γνώριζε πολύ καλά αφού εκεί είχε πολεμήσει ως ανθυπολοχαγός κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
- Ο Τίτο γεννήθηκε το 1892 στο χωριό Κούμροβετς της Κροατίας. Προερχόταν από φτωχή οικογένεια και αναγκάστηκε να δουλέψει σκληρά για να επιβιώσει. Το φθινόπωρο του 1913 κατατάχθηκε στον Αυστροουγγρικό Στρατό. Τον Απρίλιο του 1915 το σύνταγμά του μεταφέρθηκε στα Καρπάθια, όπου αργότερα ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε από τους Ρώσους. Έζησε εκ του σύνεγγυς την επανάσταση των Μπολσεβίκων και δέχτηκε πολλά στοιχεία από τη Ρωσία και τον κομμουνισμό. Τον Σεπτέμβριο του 1920 επέστρεψε στη Γιουγκοσλαβία και τον Αύγουστο του 1937 διορίστηκε από την Κομιντέρν Γενικός Γραμματέας του ΚΚΓ.
- Ηγετικό στέλεχος του ΚΚΓ και άμεσος συνεργάτης του Τίτο από την περίοδο κατά την οποία ο τελευταίος ανέλαβε τις τύχες του κόμματος. Συγκαταλεγόταν στα ηγετικά στελέχη των Παρτιζάνων και μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας το 1945, τοποθετήθηκε Υπουργός Εξωτερικών και αρχηγός της μυστικής Αστυνομίας.
- Πρωθυπουργός της εξόριστης γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης τον οποίο υποστήριζε και ο βασιλιάς Πέτρος Β΄.
Βιβλιογραφία
1) Raymond Cartier: Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1987.
2) Christopher Svijc: REMARKING THE BALKANS, Λονδίνο 1991.
3) Dusan Batakovic: NOVA ISTORIJA SRPSKOG NARODA (Ιστορία του σύγχρονου σερβικού έθνους), Βελιγράδι 2000.
4) Branko Petranovic – Momcilo Zecevic: JUGOSLAVIJA 1918-1988, TEMATSKA ZBIRKA DOCUMENTA (Γιουγκοσλαβία 1918-1988, Θεματική συλλογή ιστορικών γεγονότων), Βελιγράδι 1988.
5) Branislav Bozovic: PORUKE STRELJIANOG GRADA (Μηνύματα από μια λαβωμένη πόλη), Βελιγράδι 1961.
6) Ivan Sibl: SJECANJA 1-3 (Αναμνήσεις 1-3), Ζάγκρεμπ 1986.
7) Fitzroy Maclean: RAT NA BALKANU (Πόλεμος στα Βαλκάνια), Ζάγκρεμπ 1964.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου