Όσον αφορά στον ενεχυροδανειστή Ριχάρδο, τα στοιχεία που είχε η αστυνομία στα χέρια της οδήγησαν στο «χρυσό υπόγειο» που διατηρούσε, όπου έκρυβε μεγάλο μέρος του «θησαυρού» του.
Το υπόγειο βρίσκεται στην έπαυλη του ενεχυροδανειστή στη Σαρωνίδα, όπου εντοπίστηκαν μεταξύ άλλων κοσμήματα και πλάκες χρυσού.
Την ίδια στιγμή, τεράστιος είναι και ο όγκος των εγγράφων που κατασχέθηκαν, καθώς, σύμφωνα με τις αστυνομικές πληροφορίες, αυτά τα έγγραφα καταδεικνύουν την εμπλοκή του συγκεκριμένου ανθρώπου στο πολυπλόκαμο κύκλωμα.
Διάλογοι - φωτιά
Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι των μελών της «μαφίας του χρυσού», τα οποία συμμετείχαν σε λαθρεμπόριο του πολύτιμου μετάλλου που διοχετευόταν κυρίως στην Τουρκία μέσω λεωφορείων.
Οι διάλογοι που προκύπτουν από την πολυσέλιδη δικογραφία είναι ενδεικτικοί για το πώς καθορίζονταν οι «αμοιβές» των μελών, αλλά και πώς προγραμματιζόταν η μεταφορά του τηγμένου χρυσού, που η εγκληματική ομάδα αποκαλούσε «μέταλλα».
Παρατίθεται διάλογος μελών της εγκληματικής ομάδας, όπου γίνεται συμφωνία για τα ποσά που θα λάβει ένα εξ αυτών (Βελής Μάριος), παραχωρώντας 1.300 γραμμάρια χρυσό. Ένα άλλο μέλος (Ρηγόπουλος Αθανάσιος) αναλαμβάνει χρέη μεσάζοντα για τη μεταφορά του πολύτιμου μετάλλου και την παραλαβή των χρημάτων.
Βελής Μάριος: Πάρ' τον τηλέφωνο, είναι 80 χιλιάρικα μέταλλα.
Ρηγόπουλος Αθανάσιος: Eίναι πολλά τα λεφτά, για 80;
Βελής Μάριος: Να πάρω 50-60, πόσο είναι, παρ' τον τηλέφωνο για να κάνω εγώ τη δουλειά μου σωστά.
Ρηγόπουλος Αθανάσιος: Κάτσε να πάω από εκεί να τον βρω, γιατί τώρα να τον πάρω τηλέφωνο, τι να του λέω.
…............................
Βελής Μάριος: Κοντά στο 1.300 σου λέω.
Ρηγόπουλος Αθανάσιος: Στο 1.300 είναι λιωμένο;1.300 μιλάς δηλαδή άλλα 26 χιλιάρικα;
Βελής Μάριος: Φέρε μου 30 ρε Θανάση και θα τα δούμε αυτά.
Ρηγόπουλος Αθανάσιος: 30 χιλιάρικα ακόμα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συνομιλία άκρως έμπιστου ατόμου του αρχηγού της μίας εκ των δύο εγκληματικών ομάδων που εμπλέκονται στην υπόθεση, Ριχάρδου Δημητρίου, του Βασίλειου Σταθόπουλου, με τον επιχειρησιακό αρχηγό Ismail Albouzan:
Παρατίθενται κι άλλοι διάλογοι:
Παράλληλα, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, τα μέλη των δύο ξεχωριστών εγκληματικών οργανώσεων χρησιμοποιούσαν αργκό προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί οι ακριβείς διάλογοι. Μεταξύ άλλων αποκαλούσαν «ζάχαρη» ή «κίτρινο» τον χρυσό, «στρογγυλό» ή «κορίτσια» τις χρυσές λίρες Αγγλίας, «γραμμές» τις χιλιάδες ευρώ και «χαρτιά» τα χρήματα.
Επιπλέον, αντί ονομάτων χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα. Ενδεικτικά: «Χοντρός» ήταν το αρχηγικό μέλος της σπείρας, ο Μυλωνάς Ριχάρδος Δημήτριος, «Μουράτ» ήταν ο επιχειρησιακός αρχηγός Ismail Albouzan κ.ο.κ.
Πώς συγκέντρωναν τον χρυσό και τα κοσμήματα
Ως προς τις μεγάλες ποσότητες χρυσού που συγκέντρωνε η «μαφία» από τη δικογραφία προκύπτει ότι συμμετείχαν πλήθος ενεχυροδανειστών, χρυσοχόοι και κοσμηματοπώλες, αλλά και εν ενεργεία αστυνομικός (σ.σ.: που μετέφερε στοιχεία εκ των έσω, εφόσον κρινόταν απαραίτητο), οι οποίοι παρέδιδαν τα πολύτιμα αντικείμενα σε μέλη της οργάνωσης που «κανόνιζαν» τα περαιτέρω - τη διαδικασία τήξης, την εξαγορά και προώθησή τους μέσω λεωφορείων, τις συναλλαγές κ.ο.κ.
Ενδεικτικά στη δικογραφία συμπεριλαμβάνονται τα εξής καταστήματα (σ.σ.: και ιδιοκτήτες): «House of Luxury» (Παπαδάκης Εμμανουήλ), «Very Gold» (Αγγελόπουλος Θεόδωρος), «Agora-Xrysou» (Κανέας Χρήστος), «Gold Athens» (Μπίλης Νικόλαος), «A.G.I.» (Bouzan Mohamend) κ.ά.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ρολόγια και κοσμήματα συγκεντρώνονταν σε χώρο «καβάτζα» και από εκεί μεταπωλούνταν σε τρίτα πρόσωπα.
Η «αριστουργηματικά οργανωμένη» ομάδα του Ριχάρδου
Η πρώτη οργάνωση που αφορά στο γνωστό δίκτυο ενεχυροδανειστηρίων φαίνεται να διακινούσε καθημερινά απίστευτα για την εποχή χρηματικά ποσά.
Στα στοιχεία της αστυνομίας αναφέρεται πως μόνο για τη λειτουργία των 88 καταστημάτων του γνωστού ενεχυροδανειστή καθημερινά διέθεταν ποσό άνω των 100.000 ευρώ.
Η οργάνωση διέθετε χυτήριο, το οποίο λειτουργούσε στην οδό Στουρνάρη, δίπλα στο Πολυτεχνείο, καθώς κι άλλους χώρους για τις συναντήσεις των μελών της κ.ά . Μετά τη μετατροπή των κοσμημάτων σε πλάκες χρυσού, το μέταλλο έφευγε από τη χώρα για την Τουρκία είτε «νομιμοφανώς», δηλαδή μέσω τελωνείου του αεροδρομίου, είτε παράνομα μέσω της λεωφορειακής γραμμής Αθήνα-Κωνσταντινούπολη.
Ο επιχειρησιακός αρχηγός φέρεται ως ειδικός στα πολύτιμα μέταλλα, «αυθεντία στον χρυσό» με ευρεία γκάμα γνωριμιών, όπως ο δήμαρχος μεγάλης τουρκικής πόλης που φαίνεται ότι, μέσω τρίτου, απευθύνθηκε πρόσφατα σε αυτόν. Ο Τούρκος δήμαρχος φέρεται να ενδιαφέρθηκε να του παραδώσει στην Ελλάδα ποσό περίπου 130.000 ευρώ, που είχε στην Ελβετία για να τα πάρει στην Τουρκία όταν σημειώθηκε απώλεια στην τιμή της τουρκικής λίρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας, άλλωστε, η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον τέσσερα συνεργαζόμενα καταστήματα ή εταιρείες στην Τουρκία, τα οποία παραλάμβαναν «νομιμοφανώς μέσω τελωνείου ποσότητες χρυσού».
Με βάση τη δικογραφία, στο πλαίσιο της δράσης της οργάνωσης για το ξέπλυμα χρημάτων δημιουργήθηκε εταιρεία εμπορίας ρολογιών, στην οποία συμμετείχαν ένα μέλος της και ένας γνωστός επιχειρηματίας στον χώρο του χρυσού. Το σχήμα αυτό άνοιξε κατάστημα σε πολύ γνωστό ξενοδοχείο της Αττικής.
Ο αρχηγός της ομάδας που διαφήμιζε ο ίδιος τα καταστήματά του φαίνεται να είχε κάνει συμφωνία με γνωστό παρουσιαστή τηλεοπτικής εκπομπής για την προβολή του, συμφωνία από την οποία «προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις» για παράνομες πληρωμές με «μαύρα ποσά».
Η σύμπραξη με Κινέζους χονδρέμπορους
Στη δικογραφία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στους τρόπους με τους οποίους νομιμοποιούνταν το εξαιρετικά «άφθονο χρήμα» που αποκόμιζε η ομάδα, είτε μέσω αγοράς πολυτελών κατοικιών, οικοπέδων, οχημάτων και σκαφών είτε με «επέκταση και ίδρυση επιχειρήσεων ή χρηματοδότηση με μεγάλα κεφάλαια εταιρειών» σε διάφορους τομείς, όπως οδικές μεταφορές κ.λπ. Στις μεθόδους ξεπλύματος καταγράφονται και οι αγορές κερδισμένων δελτίων ΠΡΟ-ΠΟ κ.ά.
Για τις Αρχές ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο εισήγαγαν στη χώρα μας τα χρήματα από την πώληση του παράνομου χρυσού στην Τουρκία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας των αστυνομικών, για το σκέλος αυτό της δράσης της «αριστουργηματικά οργανωμένης ομάδας» είχαν επιστρατευθεί Κινέζοι χονδρέμποροι ρούχων. Η ομάδα των λαθρεμπόρων φέρεται να τους έδινε τα παράνομα χρήματα σε κινεζικό νόμισμα, το οποίο στη συνέχεια καταβαλλόταν για την αγορά ρούχων. Όταν το εμπόρευμα ερχόταν στην Ελλάδα, οι Κινέζοι κατέβαλαν στην ομάδα το αντίτιμο των παραγγελιών τους σε ευρώ. Η εν λόγω σύμπραξη φαίνεται πως εξυπηρετούσε αμφότερες τις πλευρές, καθώς από την μία «εξανέμιζε τα ρίσκα της μεταφοράς χρημάτων» που στόχευαν οι λαθρέμποροι χρυσού και από την άλλη «έσπαγε τα κινεζικά capital controls και βοηθούσε στην αγορά και πώληση φορολογικά "μαύρων" προϊόντων και στην αποφυγή καταβολής ποσών που θα ήταν απαραίτητα μέσω τραπεζικού συστήματος».
Στην πρώτη ομάδα μεταξύ των κατηγορουμένων είναι και αστυνομικός που υπηρετεί στην Υπηρεσία Προστασίας Επισήμων, ο οποίος φαίνεται πως μιλούσε απευθείας με τον ενεχυροδανειστή δίνοντάς του υπηρεσιακές πληροφορίες.
Η ομάδα της τοκογλυφίας και των πειραγμένων φασματογράφων
Η δεύτερη ομάδα δρούσε υπό τη σκέπη «νομιμοφανούς επιχείρησης εμπορίας χρυσού» στην οδό Πραξιτέλους. Η εν λόγω οργάνωση διέθετε και άλλη μία επιχείρηση που ειδικευόταν στη φασματομέτρηση μετάλλων.
Η ομάδα, σύμφωνα με τη δικογραφία, αναλάμβανε μεταξύ άλλων «ρευστοποίηση επιταγών έναντι τόκου», ενώ οι αγορές σε χρυσό που πραγματοποιούσε ημερησίως ξεπερνούσαν τα 30.000 ευρώ. Στην οργάνωση μετείχε και μέλος, μόνιμος κάτοικος Βόρειας Ελλάδας, που κάθε βδομάδα παρέδιδε κοσμήματα και πληρωνόταν σε λίρες. Η πληρωμή του κατά μέσο όρο ήταν 250 λίρες εβδομαδιαίως. Στη συλλογή χρυσού εμπλέκεται και σε αυτήν την περίπτωση μεγάλος αριθμός καταστημάτων ενεχύρων και αγοράς χρυσού αλλά και μεμονωμένα πρόσωπα που συνδέονται με «αγνώστου προέλευσης κοσμήματα».
Η δικογραφία αναφέρει πως μέλη της οργάνωσης είχαν παρέμβει στο λογισμικό φασματογράφων, ώστε να έχει τη δυνατότητα να κλέβει «ως και 20 βαθμούς καθαρότητας χρυσού». Αυτό σημαίνει πως η ομάδα υποτιμούσε την αξία κοσμημάτων, ώστε να καρπώνεται τη διαφορά από την πραγματική αξία. Και αυτή η οργάνωση είχε συνεργασία με δεκάδες καταστήματα αγοράς και πώλησης χρυσού, αλλά και με μεμονωμένους πωλητές που μετέτρεπαν κοσμήματα σε χρυσό σε δικούς τους χώρους και πιθανότατα σχετίζονται με κλοπιμαία. Διέθετε ωστόσο και δικά της χυτήρια.
Για τη νομιμοποίηση των παράνομων χρημάτων από την πώληση στην Τουρκία, αυτή η οργάνωση φαίνεται να προτιμούσε τη μεταφορά τους μέσω μέλους της, μόνιμου κάτοικου Κωνσταντινούπολης ιδιοκτήτη κοσμηματοπωλείου, ενώ δεν αποκλείεται να χρησιμοποιούσε και αυτή, όπως και η πρώτη ομάδα, τη μέθοδο των «Κινέζων εμπόρων». Εξέδιδε, επίσης, πλαστά παραστατικά, ώστε να πληρώνει ΦΠΑ , δημιουργούσε εταιρείες κ.ά. Η οργάνωση φαίνεται να είχε ενδιαφερθεί για την αγορά εμπορικού ακινήτου στο κέντρο της Αθήνας, ενώ ο αρχηγός της σχεδίαζε την αγορά πολυτελούς κατοικίας στη Μύκονο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της υπόθεσης, μόνο το διάστημα Ιουνίου-Οκτωβρίου το κύκλωμα εξήγαγε παράνομα στην Τουρκία χρυσό αξίας 2,5 εκατομμυρίων ευρώ με απώλειες του κράτους περίπου 600.000 ευρώ.
Παρατίθενται αποσπάσματα της πολυσέλιδης δικογραφίας με τα ονόματα των μελών, τον τρόπο δράσης και την ιεραρχία:
Ενδεικτικά στη δικογραφία συμπεριλαμβάνονται τα εξής καταστήματα (σ.σ.: και ιδιοκτήτες): «House of Luxury» (Παπαδάκης Εμμανουήλ), «Very Gold» (Αγγελόπουλος Θεόδωρος), «Agora-Xrysou» (Κανέας Χρήστος), «Gold Athens» (Μπίλης Νικόλαος), «A.G.I.» (Bouzan Mohamend) κ.ά.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ρολόγια και κοσμήματα συγκεντρώνονταν σε χώρο «καβάτζα» και από εκεί μεταπωλούνταν σε τρίτα πρόσωπα.
Η «αριστουργηματικά οργανωμένη» ομάδα του Ριχάρδου
Η πρώτη οργάνωση που αφορά στο γνωστό δίκτυο ενεχυροδανειστηρίων φαίνεται να διακινούσε καθημερινά απίστευτα για την εποχή χρηματικά ποσά.
Στα στοιχεία της αστυνομίας αναφέρεται πως μόνο για τη λειτουργία των 88 καταστημάτων του γνωστού ενεχυροδανειστή καθημερινά διέθεταν ποσό άνω των 100.000 ευρώ.
Η οργάνωση διέθετε χυτήριο, το οποίο λειτουργούσε στην οδό Στουρνάρη, δίπλα στο Πολυτεχνείο, καθώς κι άλλους χώρους για τις συναντήσεις των μελών της κ.ά . Μετά τη μετατροπή των κοσμημάτων σε πλάκες χρυσού, το μέταλλο έφευγε από τη χώρα για την Τουρκία είτε «νομιμοφανώς», δηλαδή μέσω τελωνείου του αεροδρομίου, είτε παράνομα μέσω της λεωφορειακής γραμμής Αθήνα-Κωνσταντινούπολη.
Ο επιχειρησιακός αρχηγός φέρεται ως ειδικός στα πολύτιμα μέταλλα, «αυθεντία στον χρυσό» με ευρεία γκάμα γνωριμιών, όπως ο δήμαρχος μεγάλης τουρκικής πόλης που φαίνεται ότι, μέσω τρίτου, απευθύνθηκε πρόσφατα σε αυτόν. Ο Τούρκος δήμαρχος φέρεται να ενδιαφέρθηκε να του παραδώσει στην Ελλάδα ποσό περίπου 130.000 ευρώ, που είχε στην Ελβετία για να τα πάρει στην Τουρκία όταν σημειώθηκε απώλεια στην τιμή της τουρκικής λίρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας, άλλωστε, η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον τέσσερα συνεργαζόμενα καταστήματα ή εταιρείες στην Τουρκία, τα οποία παραλάμβαναν «νομιμοφανώς μέσω τελωνείου ποσότητες χρυσού».
Με βάση τη δικογραφία, στο πλαίσιο της δράσης της οργάνωσης για το ξέπλυμα χρημάτων δημιουργήθηκε εταιρεία εμπορίας ρολογιών, στην οποία συμμετείχαν ένα μέλος της και ένας γνωστός επιχειρηματίας στον χώρο του χρυσού. Το σχήμα αυτό άνοιξε κατάστημα σε πολύ γνωστό ξενοδοχείο της Αττικής.
Ο αρχηγός της ομάδας που διαφήμιζε ο ίδιος τα καταστήματά του φαίνεται να είχε κάνει συμφωνία με γνωστό παρουσιαστή τηλεοπτικής εκπομπής για την προβολή του, συμφωνία από την οποία «προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις» για παράνομες πληρωμές με «μαύρα ποσά».
Η σύμπραξη με Κινέζους χονδρέμπορους
Στη δικογραφία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στους τρόπους με τους οποίους νομιμοποιούνταν το εξαιρετικά «άφθονο χρήμα» που αποκόμιζε η ομάδα, είτε μέσω αγοράς πολυτελών κατοικιών, οικοπέδων, οχημάτων και σκαφών είτε με «επέκταση και ίδρυση επιχειρήσεων ή χρηματοδότηση με μεγάλα κεφάλαια εταιρειών» σε διάφορους τομείς, όπως οδικές μεταφορές κ.λπ. Στις μεθόδους ξεπλύματος καταγράφονται και οι αγορές κερδισμένων δελτίων ΠΡΟ-ΠΟ κ.ά.
Για τις Αρχές ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο εισήγαγαν στη χώρα μας τα χρήματα από την πώληση του παράνομου χρυσού στην Τουρκία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας των αστυνομικών, για το σκέλος αυτό της δράσης της «αριστουργηματικά οργανωμένης ομάδας» είχαν επιστρατευθεί Κινέζοι χονδρέμποροι ρούχων. Η ομάδα των λαθρεμπόρων φέρεται να τους έδινε τα παράνομα χρήματα σε κινεζικό νόμισμα, το οποίο στη συνέχεια καταβαλλόταν για την αγορά ρούχων. Όταν το εμπόρευμα ερχόταν στην Ελλάδα, οι Κινέζοι κατέβαλαν στην ομάδα το αντίτιμο των παραγγελιών τους σε ευρώ. Η εν λόγω σύμπραξη φαίνεται πως εξυπηρετούσε αμφότερες τις πλευρές, καθώς από την μία «εξανέμιζε τα ρίσκα της μεταφοράς χρημάτων» που στόχευαν οι λαθρέμποροι χρυσού και από την άλλη «έσπαγε τα κινεζικά capital controls και βοηθούσε στην αγορά και πώληση φορολογικά "μαύρων" προϊόντων και στην αποφυγή καταβολής ποσών που θα ήταν απαραίτητα μέσω τραπεζικού συστήματος».
Στην πρώτη ομάδα μεταξύ των κατηγορουμένων είναι και αστυνομικός που υπηρετεί στην Υπηρεσία Προστασίας Επισήμων, ο οποίος φαίνεται πως μιλούσε απευθείας με τον ενεχυροδανειστή δίνοντάς του υπηρεσιακές πληροφορίες.
Η ομάδα της τοκογλυφίας και των πειραγμένων φασματογράφων
Η δεύτερη ομάδα δρούσε υπό τη σκέπη «νομιμοφανούς επιχείρησης εμπορίας χρυσού» στην οδό Πραξιτέλους. Η εν λόγω οργάνωση διέθετε και άλλη μία επιχείρηση που ειδικευόταν στη φασματομέτρηση μετάλλων.
Η ομάδα, σύμφωνα με τη δικογραφία, αναλάμβανε μεταξύ άλλων «ρευστοποίηση επιταγών έναντι τόκου», ενώ οι αγορές σε χρυσό που πραγματοποιούσε ημερησίως ξεπερνούσαν τα 30.000 ευρώ. Στην οργάνωση μετείχε και μέλος, μόνιμος κάτοικος Βόρειας Ελλάδας, που κάθε βδομάδα παρέδιδε κοσμήματα και πληρωνόταν σε λίρες. Η πληρωμή του κατά μέσο όρο ήταν 250 λίρες εβδομαδιαίως. Στη συλλογή χρυσού εμπλέκεται και σε αυτήν την περίπτωση μεγάλος αριθμός καταστημάτων ενεχύρων και αγοράς χρυσού αλλά και μεμονωμένα πρόσωπα που συνδέονται με «αγνώστου προέλευσης κοσμήματα».
Η δικογραφία αναφέρει πως μέλη της οργάνωσης είχαν παρέμβει στο λογισμικό φασματογράφων, ώστε να έχει τη δυνατότητα να κλέβει «ως και 20 βαθμούς καθαρότητας χρυσού». Αυτό σημαίνει πως η ομάδα υποτιμούσε την αξία κοσμημάτων, ώστε να καρπώνεται τη διαφορά από την πραγματική αξία. Και αυτή η οργάνωση είχε συνεργασία με δεκάδες καταστήματα αγοράς και πώλησης χρυσού, αλλά και με μεμονωμένους πωλητές που μετέτρεπαν κοσμήματα σε χρυσό σε δικούς τους χώρους και πιθανότατα σχετίζονται με κλοπιμαία. Διέθετε ωστόσο και δικά της χυτήρια.
Για τη νομιμοποίηση των παράνομων χρημάτων από την πώληση στην Τουρκία, αυτή η οργάνωση φαίνεται να προτιμούσε τη μεταφορά τους μέσω μέλους της, μόνιμου κάτοικου Κωνσταντινούπολης ιδιοκτήτη κοσμηματοπωλείου, ενώ δεν αποκλείεται να χρησιμοποιούσε και αυτή, όπως και η πρώτη ομάδα, τη μέθοδο των «Κινέζων εμπόρων». Εξέδιδε, επίσης, πλαστά παραστατικά, ώστε να πληρώνει ΦΠΑ , δημιουργούσε εταιρείες κ.ά. Η οργάνωση φαίνεται να είχε ενδιαφερθεί για την αγορά εμπορικού ακινήτου στο κέντρο της Αθήνας, ενώ ο αρχηγός της σχεδίαζε την αγορά πολυτελούς κατοικίας στη Μύκονο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της υπόθεσης, μόνο το διάστημα Ιουνίου-Οκτωβρίου το κύκλωμα εξήγαγε παράνομα στην Τουρκία χρυσό αξίας 2,5 εκατομμυρίων ευρώ με απώλειες του κράτους περίπου 600.000 ευρώ.
Παρατίθενται αποσπάσματα της πολυσέλιδης δικογραφίας με τα ονόματα των μελών, τον τρόπο δράσης και την ιεραρχία:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου