O «βουβός» γεωλογικός κίνδυνος της ρευστοποίησης απειλεί το παράκτιο μέτωπο της Θεσσαλονίκης, και ιδιαίτερα το δυτικό του τμήμα, που περιλαμβάνει και τις βιομηχανικές περιοχές του Καλοχωρίου και της Σίνδου. Κτίρια κατοικιών, επιχειρήσεων και τεχνικά έργα, όπως δρόμοι και γέφυρες, έχουν χτιστεί σε περιοχές με αμμώδες και κορεσμένο έδαφος, κάτω από τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα, με αποτέλεσμα να απειλούνται με αστοχίες, ρωγμές, ακόμα και ανατροπές, σε περίπτωση ισχυρού σεισμού.
Ως μια πόλη «μερικώς επιδεκτική σε ρευστοποιήσεις» χαρακτηρίζει τη Θεσσαλονίκη ο επίκουρος καθηγητής Τεχνικής Γεωλογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Γιώργος Παπαθανασίου, ο οποίος θα παρουσιάσει τα έως τώρα δεδομένα της επιστημονικής έρευνας σήμερα το απόγευμα, σε εκδήλωση στο ΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας, με θέμα «Γεωλογία - Ενεργά ρήγματα και επιπτώσεις στα σημαντικά τεχνικά έργα της Θεσσαλονίκης». Οπως θα επισημάνει, απαιτείται λεπτομερής μελέτη, ειδικά στην ευρύτερη περιοχή του Καλοχωρίου, προκειμένου να διαπιστωθεί η επικινδυνότητα της κατάστασης σε σχέση με το ανθρωπογενές περιβάλλον.
Ο επίκουρος καθηγητής Τεχνικής Γεωλογίας, Γιώργος Παπαθανασίου, μιλά για την επικινδυνότητα της κατάστασης και τους τρόπους αντιμετώπισης
Ρευστοποίηση είναι το φαινόμενο που κάνει τα εδάφη να συμπεριφέρονται σαν ρευστά και να μετακινούνται σε περίπτωση σεισμού, προκαλώντας βλάβες στο δομημένο περιβάλλον. Παρατηρείται σε χαλαρό και μη συνεκτικό έδαφος (κυρίως αμμώδες), που είναι κορεσμένο (έχει νερό λόγω υψηλού υδροφόρου ορίζοντα), όταν εκδηλώνεται στην περιοχή μια σεισμική δόνηση μεγαλύτερη των 5,5-6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Οι επιπτώσεις είναι η καθίζηση του εδάφους, η κλίση ή και η ανατροπή κτιρίων και υποδομών, καθώς και η πλευρική εξάπλωση (όταν η συνέχεια του εδάφους σταματάει σε θάλασσα ή ποτάμι, αυτό κινείται οριζόντια, προς την κατεύθυνση του υγρού στοιχείου).
Οταν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις μέσα σε πόλεις και πυκνοδομημένες περιοχές, το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Κράισττσερτς (Christchurch) της Νέας Ζηλανδίας, όπου μια αλληλουχία διαδοχικών μεγάλων σεισμών το 2010 και το 2011, είχε ως αποτέλεσμα να υποστούν βλάβες 100.000 κατοικίες και να κατεδαφιστούν 7 στα 10 κτίρια στο κέντρο της πόλης. Το κόστος αποκατάστασης των ζημιών έφτασε τα 34 δισ. δολάρια, ενώ συνολικά 13.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να μετακομίσουν μόνιμα σε άλλες περιοχές.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα έχει το δυτικό τμήμα, που περιλαμβάνει τις βιομηχανικές περιοχές του Καλοχωρίου και της Σίνδου
Φαινόμενα ρευστοποίησης σε κατοικημένες περιοχές στον ελλαδικό χώρο τα τελευταία χρόνια έχουν καταγραφεί, μεταξύ άλλων, στη Λευκάδα το 2003, στην Κεφαλονιά το 2014 και στην Κω το 2017, με αποτέλεσμα να υποστούν σημαντικές ζημιές τα κρηπιδώματα των λιμανιών. Η Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τον κ. Παπαθανασίου, πληροί τις προϋποθέσεις εμφάνισης του φαινομένου στο παραλιακό της μέτωπο, και κυρίως στο δυτικό της τμήμα, που έχει χαλαρά αμμώδη εδάφη, ενώ βρίσκεται σε μια ζώνη, που σύμφωνα με τις μελέτες των σεισμολόγων μπορεί να «δώσει» σεισμικές δονήσεις με μέγιστο μέγεθος τα 6,6 Ρίχτερ.
Στον χάρτη απεικονίζονται με διαφορετικό χρώμα, ανάλογα με τον βαθμό επικινδυνότητας, τα σημεία που απειλούνται από το φαινόμενο
«Με διαφορετικά σενάρια μεγεθών σεισμών έχει φανεί πως το παράκτιο μέτωπο της πόλης είναι επιδεκτικό ρευστοποιήσεων. Χρειάζονται μελέτες για να δούμε τη διακινδύνευση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος» σημείωσε, μιλώντας στο «Εθνος» ο επίκουρος καθηγητής. Σύμφωνα με τον ίδιο, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στο δυτικό παράκτιο μέτωπο, όπου είναι πιθανές αστοχίες σε λιμενικές εγκαταστάσεις, σε επιχειρήσεις στη βιομηχανική ζώνη και στην περιοχή των διυλιστηρίων. Επίσης, απαιτείται να γίνει εκτίμηση του δυναμικού ρευστοποίησης των εδαφικών σχηματισμών σε γέφυρες και στο οδικό-σιδηροδρομικό δίκτυο στη λεκάνη του Αξιού.
Με δειγματοληπτικές γεωτρήσεις, σε βάθος τουλάχιστον 20 μέτρων, που συνοδεύονται από επί τόπου δοκιμές, οι γεωλόγοι μπορούν να αξιολογήσουν την πυκνότητα των εδαφικών στρωμάτων, που σχετίζεται τόσο με την επιδεκτικότητά τους σε ρευστοποίηση όσο και με την επικινδυνότητά τους. «Εχοντας τα συγκεκριμένα δεδομένα, μπορούμε να προχωρήσουμε στην εκτίμηση του δυναμικού ρευστοποίησης ανά θέση εκτέλεσης της γεώτρησης αλλά και τη δριμύτητα των επιφανειακών εκδηλώσεων ρευστοποίησης. Στη συνέχεια εκτιμούμε τη συνολική καθίζηση και τις ενδεχόμενες πλευρικές μετατοπίσεις, εφόσον είμαστε σε θαλάσσιο μέτωπο ή δίπλα σε ποτάμι» αναφέρει ο κ. Παπαθανασίου και προσθέτει: «Με αυτά τα αποτελέσματα ανά θέση εκτέλεσης γεώτρησης μπορούμε να παραγάγουμε αντίστοιχους χάρτες και να προσδιορίσουμε επακριβώς τις θέσεις στις οποίες χρειάζεται παρέμβαση, ώστε να αποφύγουμε τις συνέπειες ενδεχόμενης ρευστοποίησης. Η στόχευση των παρεμβάσεων είναι είτε να βελτιώσουμε την ποιότητα του εδάφους, δηλαδή να συμπυκνώσουμε το έδαφος, είτε να προβούμε σε αποστράγγιση της περιοχής, ώστε να ταπεινωθεί (χαμηλώσει) ο υδροφόρος ορίζοντας»
«Με διαφορετικά σενάρια μεγεθών σεισμών έχει φανεί πως το παράκτιο μέτωπο της πόλης είναι επιδεκτικό ρευστοποιήσεων. Χρειάζονται μελέτες για να δούμε τη διακινδύνευση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος» σημείωσε, μιλώντας στο «Εθνος» ο επίκουρος καθηγητής. Σύμφωνα με τον ίδιο, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στο δυτικό παράκτιο μέτωπο, όπου είναι πιθανές αστοχίες σε λιμενικές εγκαταστάσεις, σε επιχειρήσεις στη βιομηχανική ζώνη και στην περιοχή των διυλιστηρίων. Επίσης, απαιτείται να γίνει εκτίμηση του δυναμικού ρευστοποίησης των εδαφικών σχηματισμών σε γέφυρες και στο οδικό-σιδηροδρομικό δίκτυο στη λεκάνη του Αξιού.
Με δειγματοληπτικές γεωτρήσεις, σε βάθος τουλάχιστον 20 μέτρων, που συνοδεύονται από επί τόπου δοκιμές, οι γεωλόγοι μπορούν να αξιολογήσουν την πυκνότητα των εδαφικών στρωμάτων, που σχετίζεται τόσο με την επιδεκτικότητά τους σε ρευστοποίηση όσο και με την επικινδυνότητά τους. «Εχοντας τα συγκεκριμένα δεδομένα, μπορούμε να προχωρήσουμε στην εκτίμηση του δυναμικού ρευστοποίησης ανά θέση εκτέλεσης της γεώτρησης αλλά και τη δριμύτητα των επιφανειακών εκδηλώσεων ρευστοποίησης. Στη συνέχεια εκτιμούμε τη συνολική καθίζηση και τις ενδεχόμενες πλευρικές μετατοπίσεις, εφόσον είμαστε σε θαλάσσιο μέτωπο ή δίπλα σε ποτάμι» αναφέρει ο κ. Παπαθανασίου και προσθέτει: «Με αυτά τα αποτελέσματα ανά θέση εκτέλεσης γεώτρησης μπορούμε να παραγάγουμε αντίστοιχους χάρτες και να προσδιορίσουμε επακριβώς τις θέσεις στις οποίες χρειάζεται παρέμβαση, ώστε να αποφύγουμε τις συνέπειες ενδεχόμενης ρευστοποίησης. Η στόχευση των παρεμβάσεων είναι είτε να βελτιώσουμε την ποιότητα του εδάφους, δηλαδή να συμπυκνώσουμε το έδαφος, είτε να προβούμε σε αποστράγγιση της περιοχής, ώστε να ταπεινωθεί (χαμηλώσει) ο υδροφόρος ορίζοντας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου