The Epoch Times, 11 Μαρτίου 2021, Lawrence Solomon, ΗΠΑ,
Τι γνωρίζει το υγειονομικό προσωπικό πρώτης γραμμής και το προσωπικό άμεσης βοήθειας σχετικά με τα εμβόλια του COVID-19, το οποίο δεν γνωρίζουν οι πολιτικοί και οι σύμβουλοι δημόσιας υγείας; ....
Σύμφωνα με ένα γκάλοπ που έγινε τον Δεκέμβριο, το 51% του υγειονομικού προσωπικού και του προσωπικού άμεσης βοήθειας δεν είχαν πειστεί για τα οφέλη του εμβολιασμού, ακόμη και εάν το εμβόλιο ήταν «δωρεάν, διαθέσιμο, εγκεκριμένο από τον FDA και 90% αποτελεσματικό.»
Το γκάλοπ θεώρησε αυτά τα ευρήματα ιδιαίτερα ανησυχητικά, δεδομένου ότι εκείνοι που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο έκθεσης στον COVID-19 – οι επαγγελματίες που καλούνται να ανταποκριθούν στις ανάγκες υγείας, ασφάλειας, και στις κρίσιμες οικονομικές ανάγκες της Αμερικής, και τους οποίους οι Εθνικές Ακαδημίες Μηχανικής, Επιστημών και Ιατρικής ορίζουν ως “Εργαζομένους Πρώτης Βαθμίδας”– ήταν αυτοί με την μεγαλύτερη πιθανότητα να αρνηθούν τον εμβολιασμό (34%).
Αποδείχθηκε ότι οι εργαζόμενοι πρώτης γραμμής απόρριψαν το εμβόλιο όχι λιγότερο από όσο είχε προβλέψει το γκάλοπ. Στην Καλιφόρνια, πάνω από τους μισούς εργαζομένους στο νοσοκομείο St. Elizabeth Community Hospital της κομητείας Τεχάμα, το 50% των εργαζομένων πρώτης γραμμής στην κομητεία του Ρίβερσαϊντ, και το 20-40% στην κομητεία του Λος Άντζελες, αρνήθηκαν να εμβολιαστούν, σύμφωνα με ένα ρεπορτάζ στους Τάιμς του Λος Άντζελες.
Στην Georgia, σύμφωνα με υπολογισμό του Atlanta Journal–Constitution, μόνο το 30% των επαγγελματιών υγείας έχουν εμβολιαστεί. Στο Οχάϊο, ο κυβερνήτης Μάικ ΝτεΒάϊν ανέφερε πως το 60% του προσωπικού των οίκων ευγηρίας απέρριψε το εμβόλιο. Στο Τέξας, η εφημερίδα Τέξας Τρίμπιουν ανέφερε τον Φεβρουάριο πως οι υπηρεσίες κατ’ οίκον νοσηλευτικής φροντίδας και τα πρακτορεία υποστηριζόμενης διαβίωσης μπορεί να αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους, επειδή τόσο πολλοί φροντιστές αρνούνται να εμβολιαστούν. Μια έρευνα του CDC σχετικά με τους οίκους ευγηρίας εξειδικευμένης φροντίδας που έγινε νωρίς τον Φεβρουάριο βρήκε πως λιγότεροι από το 40% των εργαζομένων έλαβαν έστω και μία δόση του εμβολίου COVID-19.
Έξω από τις ΗΠΑ, το προσωπικό πρώτης γραμμής είναι ομοίως σκεπτικό. Στις 2 Μαρτίου το Reuters ανέφερε πως όχι περισσότερο από το ήμισυ του νοσηλευτικού προσωπικού στον ιατρικό τομέα της Ελβετίας, μόνο το 30% του προσωπικού του δικτύου οίκων περίθαλψης BeneVit Group της Γερμανίας, και περίπου οι μισοί νοσηλευτές στους οίκους περίθαλψης της Γαλλίας, διατίθενταν να εμβολιαστούν.
Την ίδια μέρα το PBS ανέφερε πως “από την στιγμή που η Ινδία άρχισε να χορηγεί την δεύτερη δόση του εμβολίου πριν δύο βδομάδες, οι μισοί από τους εργαζομένους πρώτης γραμμής και σχεδόν το 40% του προσωπικού υγειονομικής περίθαλψης δεν εμφανίστηκε για τον εμβολιασμό.” Στον Καναδά, το CTV δημοσίευσε ανεπίσημες μαρτυρίες πως πολλοί εργαζόμενοι στο προσωπικό μακροχρόνιας φροντίδας “αρνούνται κάθετα” να εμβολιαστούν.
Για τους επαγγελματίες υγείας ανά τον κόσμο, το δίλημμά τους είναι ποιον να πιστέψουν. Τους κυβερνητικούς υπαλλήλους και τις φαρμακοβιομηχανίες, που επιμένουν πως τα οφέλη των εμβολίων υπερτερούν κατά πολύ των κινδύνων; Ή τα ίδια τους τα μάτια;
Πολλοί εργαζόμενοι πρώτης γραμμής βλέπουν από πρώτο χέρι εκείνους που αρρωσταίνουν ή πεθαίνουν αφού κάνουν το εμβόλιο COVID-19, και εν απουσία ανεξάρτητων αναλυτών πρέπει να κρίνουν οι ίδιοι αν το εμβόλιο ήταν υπαίτιο. Όπως 23 θανάτους σε οίκους ευγηρίας στην Νορβηγία και εκατοντάδες νοσοκομειακές νοσηλείες κατόπιν του εμβολιασμού στο Ισραήλ.
Οι εργαζόμενοι στην πρώτη γραμμή υποφέρουν επίσης και οι ίδιοι από τους εμβολιασμούς. Όπως μετέδωσε το Ρόϊτερς τον Φεβρουάριο σε άρθρο με τίτλο “Το Εμβόλιο της Αστραζένεκα Δέχεται Αντίσταση στην Ευρώπη Αφότου Επαγγελματίες Υγείας Υποφέρουν από Παρενέργειες”, οι ανεπιθύμητες επενέργειες που έπληξαν μεγάλους αριθμούς επαγγελματιών υγείας έχουν απροσδόκητα αφήσει πολλούς από αυτούς σε αδυναμία να εργαστούν, εξαναγκάζοντας τα νοσοκομεία να πασχίζουν να κρατήσουν ενεργές τις υπηρεσίες τους.
Στην Γαλλία, η υπηρεσία ασφάλειας συμβούλεψε τα νοσοκομεία να προχωρήσουν βαθμηδόν στον εμβολιασμό μελών ομαδικών υπηρεσιών, προκειμένου να αποφύγουν την παρεμπόδιση των υπηρεσιών.
Στην Σουηδία, δύο από τους 21 τομείς υγείας της χώρας ανέστειλαν τους εμβολιασμούς αφότου το 25% του εμβολιασμένου προσωπικού υπέφερε από πυρετό ή συμπτώματα όμοια με της γρίπης.
Στην Αυστρία ανακλήθηκε μια παρτίδα εμβολίων όταν μια εμβολιασμένη νοσοκόμα πέθανε και μια άλλη χρειάστηκε νοσοκομειακή νοσηλεία.
Η εφημερίδα Wall Street Journal αναφέρει πως, για να αποφύγουν τον εμβολιασμό, οι μισοί των επαγγελματιών υγείας της επαρχίας Σάαρλαντ της Γερμανίας απέφυγαν να εμφανιστούν στο ραντεβού για τον εμβολιασμό τους.
Σε απόκριση στις πολλές ανησυχίες που εγέρθηκαν από εργαζομένους πρώτης γραμμής, οι παραγωγοί εμβολίων, οι πάροχοι οίκων φροντίδας και οι αρχές δημόσιας υγείας σε όλες αυτές τις χώρες προβαίνουν σε αόριστους καθησυχασμούς, όπως ο ισχυρισμός της Αστραζένεκα πως “οι αναφερόμενες παρενέργειες είναι όπως θα τις περιμέναμε”, ή τον ισχυρισμό του Γερμανού υπουργού υγείας ότι “θα εμβολιαζόμουν με αυτό πάραυτα.”
Προγραμματίζουν επίσης μια πληθώρα εκστρατειών δημόσιας εκπαίδευσης. Η Συνεργασία για Κατ ‘Οίκον Φροντίδα μέσω Medicaid, μια ομάδα που αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα της βιομηχανίας υγείας, διεξήγαγε την εκστρατεία “Δείξε σοφία, Εμβολιάσου”, για να εκπαιδεύσει το εργατικό προσωπικό της.
Και όλοι παρακινούν τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να επαγρυπνούν απαγορεύοντας ειδήσεις αρνητικές προς τα εμβόλια. Συστήνοντας τρόπους ακύρωσης των επικριτών, το έντυπο The Columbia Journalism Review στις 5 Μαρτίου εισηγήθηκε στις μιντιακές εταιρίες πως “ο πρώτος κανόνας διαχείρισης της παραπληροφόρησης είναι το να μην την συζητάς” και πρότεινε “να σκεφτείτε να εφαρμόσετε την πρακτική της προ-ακύρωσης – δηλαδή να ακυρώνετε εκ των προτέρων θέματα και ανησυχίες του κοινού μάλλον παρά μονάχα να αντιδράτε όταν τέτοια ψευδή σενάρια έχουν ήδη γίνει δημοφιλή.”
Αν και μελέτες δείχνουν πως τέτοιες διαβεβαιώσεις και εκστρατείες δημόσιας εκπαίδευσης – γενικά γνωστές ως προπαγάνδα – μπορούν να μειώσουν την διστακτικότητα προς τα εμβόλια, το γκάλοπ βρίσκει πως η αποτελεσματικότητά τους είναι ελάχιστη: “Η περιορισμένη αποδοχή του εμβολίου COVID-19 μεταξύ όλων των επαγγελματικών ομάδων δείχνει ελάχιστη μεταβολή από τον Νοέμβριο του 2020.”
Μια ανάλυση του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) συμφωνεί και καταλήγει πως τα εμπόδια στον “εμβολιασμό μελών προσωπικού πρέπει να υπερνικηθούν μέσω συνεχιζόμενης ανάπτυξης κι εφαρμογής εστιασμένης επικοινωνίας και στρατηγικών προσέγγισης.”
Ωστόσο το CDC δεν εξηγεί γιατί η συνέχιση της εστιασμένης επικοινωνίας και προσέγγισης – δηλαδή περισσότερο απ’ τα ίδια – θα υπερνικήσει την διστακτικότητα των εργαζομένων, όταν οι εργαζόμενοι δεν εμπιστεύονται πλήρως τα δεδομένα ή αυτούς που τους τα παρέχουν. Για να ξεπεραστεί το εμπόδιο της έλλειψης εμπιστοσύνης και να κερδηθούν οι εργαζόμενοι πρώτης γραμμής – άνθρωποι που έχουν κάθε λόγο να θέλουν να προστατευτούν – τα ΜΜΕ θα έπρεπε να άρουν την λογοκρισία, η βιομηχανία να υποβάλει τις μελέτες της σε ανεξάρτητο έλεγχο, και όλοι θα χρειαζόταν να συμμετέχουν σε ανοιχτό διάλογο μάλλον παρά να παρέχουν διαβεβαιώσεις τύπου “εμπιστευτείτε μας”.
Ο Λώρενς Σόλομον είναι αρθρογράφος, συγγραφέας και εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Καταναλωτικής Πολιτικής που εδράζεται στο Τορόντο.
The Epoch Times, 11 Μαρτίου 2021, Lawrence Solomon, ΗΠΑ,
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου