Στεφάνωσε τον γιό του, πήγε στον βασιλικό χορό ήπιε άφθονο κρασί, εύχαρις κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ…
Το Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
akontogiannidis@yahoo.gr
Σαν σήμερα 4-2-1843, ημέρα Πέμπτη, ο «γέρος του Μοριά», Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, έφυγε από τη ζωή, από αποπληξία, αφού το τελευταίο πενθήμερο έζησε ευχάριστες κι ευτυχισμένες στιγμές και με οινοποσία το τελευταίο του βράδυ στα Ανάκτορα παρέα με τον βασιλιά ΄Οθωνα... Από τον Τύπο της εποχής εκείνης, θα ανασύρουμε για να δούμε από τα δημοσιεύματά του, πώς παρουσίασε τα γεγονότα, άγνωστα τα περισσότερα, το τι συνέβη πριν και μετά τον θάνατο του μεγάλου ηγέτη της Επανάστασης του Γένους.
Πέντε μέρες πριν, την Κυριακή 31 Ιανουαρίου, στεφάνωσε τον γιο του Κωνσταντίνο, ευθύμησε στο γάμο του, τακτοποίησε μετά υποθέσεις της οικίας του που βρισκόταν στη σημερινή οδό Κολοκοτρώνη, γωνία με τη Λέκκα και την Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου, παραβρέθηκε στον βασιλικό χορό, στην οικία Κοντόσταυλου όπου διέμενε ο βασιλιάς Οθων, στην μετέπειτα Πλατεία Κλαυθμώνος.
Στον χορό ήταν εύθυμος, αστειευόταν με τους παλιούς επαναστάτες, συνομιλούσε με τον Βασιλιά και ο γλυκύς οίνος έρρεε στα ποτήρια που άδειαζαν και ξαναγέμιζαν. Γύρω στα μεσάνυχτα «επέστρεψεν χαίρων εις την οικίαν του, (απόσταση 80 μέτρων) κατεκλίθη εις την στρωμνήν του, όπου κοιμόμενον τον προσέβαλεν η αποπληξία…» (εφημ. «Αιών»).
Ο θάνατος του μαθεύτηκε στις 11 το πρωί από τις φωνές της άνευ γάμου συμβίας του Αλεξάνδρας, του 7χρονου γιού του Παναγιώτη και του υπηρετικού προσωπικού. Ενημερώθηκε ο βασιλιάς ΄Οθων, έστειλε αμέσως γιατρό, που απλώς «διαπίστωσε τον, από αποπληξία, θάνατον του». Αυτό ήταν το τέλος του μεγάλου ανδρός, «που κατέλιπεν τον βίον του αναλγώς και αλύπως εις το 74ο έτος της ηλικίας του» ( εφημ. «Αθηνά»).
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στις 3-4-1769 κάτω από δένδρο σε βουνό του χωριού Μπούγα Μεσσηνίας. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος κατέστη διάσημος αφού απήλλαξε «τας επαρχίας από την μάστιγα των αγρίων τυραννίσκων, απανθρώπων και απειθών Αλβανών», ενώ ο Θεόδωρος όταν σκοτώθηκε ο πατέρας του, ήταν 9 ετών και έμελλε στα 16 του, να καταστεί απηνής διώκτης των Τούρκων.
«Εις την Τριπολιτσάν φέρων ξύλα επι ημιόνου, καθ’ οδόν εραπίσθη υπό Οθωμανού. Παρατήσας ημίονον και ξύλα, κατέφυγεν εις τα όρη και ορκίσθη να ανταποδώσει το ράπισμα». Κατενίκησε τους Τούρκους στις μάχες, Γράνας, Βαλτετσίου, Αλώσεως της Τριπολιτσάς, Δερβενακίων, Αλώσεως Ακροκορίνθου, Ναυπλίου και της ματαιώσεως της υποταγής της Πελοποννήσου στον Ιμπραήμ. ΄Οταν άκουγαν «Κολοκοτρώνης πολεμά», ήταν το σύνθημα, για τους Τούρκους της ήττας, για τους Έλληνες της νίκης. Και όταν άκουγαν «Κολοκοτρώνης έρχεται», ήταν, για τους Τούρκους ο δαίμων του τρόμου και της απελπισίας, για τους Έλληνες ο άγγελος ελπίδας και αναψυχής.
Η κηδεία του έγινε την επομένη 5-2-1843 στις 10 το πρωί και ήταν παρόν στο σπίτι του, το Έθνος των Ελλήνων, πενθοφορούντες βασιλείς, κυβέρνηση, πρέσβεις, Ιερά Σύνοδος, αθηναϊκός λαός, με τον νεκρό ντυμένο με στολή αντιστρατήγου, με ξίφος, περικεφαλαία, τσαρούχια και κάτω από τα πόδια την τουρκική σημαία. Μια τεράστια πομπή, ξεκίνησε με την μουσική να παιανίζει πένθιμα, δια των οδών Ερμού και Αιόλου, έφτασαν στο Ναό της Αγίας Ειρήνης.
Τον πανηγυρικό διάρκειας μίας ώρας, εκφώνησε από στήθους ο Κων. Οικονόμου εξ Οικονόμων. Διηγήθηκε τον βίο και τα κατορθώματα του νεκρού, εντέχνως, χωρίς να δυσαρεστήσει τον παρευρισκόμενο πρέσβη της Τουρκίας. Και μετά έσπευσαν όλοι για τον τελευταίο ασπασμό, φιλώντας τον νεκρό στο μέτωπο και το χέρι… Μετά η πομπή δια της Αιόλου και Σταδίου, έφτασε στο Νεκροταφείο όπου εκφώνησε νέον επιτάφιο λόγο ο Παν. Σούτσος: Αναφέρθηκε στην στενοκεφαλιά της αντιβασιλείας το 1833 να τον κατηγορήσει για εσχάτη προδοσία, την καταδίκη σε θάνατο με τον Πλαπούτα, συμβάντα που μόλυναν την ιστορία και την δικαιοσύνη, που διόρθωσε μετά μόλις ενηλικιώθηκε ο βασιλιάς ΄Οθων, όπου πρόβαλε και η μεγαλοψυχία του «γέρου»!
«Ημείς εκάμαμεν το χρέος μας»
«Ο Κολοκοτρώνης ακούων ατάραχος αναγιγνωσκομένην μεταξύ λογχών και βίας την δικαστικήν απόφασιν του θανάτου του, έβγαλεν την ταμβακοθήκην και λαβών, έδωκεν και προς τον σταυρούμενον στρατηγόν Κολιόπουλον, ειπών «Μη λυπάσαι! Ημείς εκάμαμεν το χρέος μας εις την πατρίδα, αυτοί ας μας καταδικάζουν!» Ο μέγας τούτος πολίτης εσώθη ως εκ θαύματος, φίλος της τάξεως και της ειρήνης, ετιμήθη ως σύμβουλος της Επικρατείας και έπειτα ως αντιστράτηγος δια το υπέρ της πατρίδος και υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνα. Του αγαπητού βασιλέως ημών η φρόνησις και η δικαιοσύνη εξετίμησε τον γέροντα της Επαναστάσεως και ζώντα και κατά την αποβίωσίν του»
Στις αρχές του περασμένου αιώνα (1904) το ελληνικό κράτος έστησε στην ομώνυμη πλατεία (επί της Σταδίου) το άγαλμά του, μπροστά από την παλιά βουλή. Και κάποια άθλια υποκείμενα, (γνωστοί άγνωστοι) πριν από μερικά χρόνια, ασέλγησαν επ’ αυτού αναγράφοντας βρωμερές φράσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου