Ένας από τους πιο γνωστούς και γενναίους ήρωες του 1821 ήταν αναμφίβολα ο Νικηταράς, γνωστός ως «Τουρκοφάγος». Τίμιος και ανιδιοτελής, από την αρχή της επανάστασης βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή στο πλευρό του θείου του, Κολοκοτρώνη....
Στη μάχη στα Δερβενάκια μάλιστα η ορμητικότητα του ήταν τόσο μεγάλη που έσπασε τρία σπαθιά ενώ το τέταρτο κόλλησε στο χέρι του, καθώς έπαθε αγκύλωση και χρειάστηκε ιατρική βοήθεια για να ανοίξει. Σ’ αυτήν τη μάχη του κόλλησαν το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος», διότι όπως τον αντίκρυσαν μέσα στα αίματα, έμοιαζε με σαρκοφάγο ζώο.Όταν τελείωσε η μάχη, οι πολεμιστές άρχισαν να μοιράζουν τα λάφυρα. Αναζήτησαν τον στρατηγό τους, τον Νικηταρά. Αυτός είχε αποτραβηχτεί να ξεκουραστεί. Τον ρώτησαν τι θέλει κι αυτός τους είπε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη». Με το ζόρι του χάρισαν ένα άλογο μεγαλόσωμο και ένα σπαθί....
Ο λαός ύμνησε το θάρρος του και τραγουδούσε: «Πού ‘σαι, μωρέ Νικηταρά, πού ‘χουν τα πόδια σου φτερά, μες στους κάμπους πως κοιμάσαι, και τους Τούρκους δε φοβάσαι».
Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση το 1821 ο Νικηταράς μαζί με τον Γέρο του Μοριά απελευθέρωσαν την Καλαμάτα και ξεκίνησαν τον αγώνα για ανεξαρτησία. Πολεμούσε πάντα στο πλευρό του θείου του γι'αυτό ο λαός έλεγε: "Μπροστά πηγαίνει ο Νικηταράς και πίσω ο Κολοκοτρώνης». Μετά τη νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι, ο Νικηταράς μαζί με 200 άντρες βάδιζαν προς το Ναύπλιο.
Όταν έφτασαν στα Δολιανά συναντήθηκαν με μια δύναμη 6.000 Τούρκων. Παρά την αριθμητική υπεροχή του τουρκικού στρατεύματος, ο Νικηταράς έδωσε εντολή στους άντρες του να πάρουν θέσεις μάχης. Με το σπαθί του κολλημένο στο χέρι όρμησε εναντίον των εχθρών και πολέμησε με μανία.
Οι Έλληνες έδωσαν γενναία μάχη και σκότωσαν πάρα πολλούς Τούρκους, με αποτέλεσμα ο εχθρός να τραπεί σε φυγή και ο Νικηταράς να τους φωνάζει: «Σταθήτε Πέρσαι να πολεμήσωμε» Ο Νικηταράς έγινε ξακουστός στον λαό για την ανδρεία του και οι συμπολεμιστές του τού έδωσαν το παρατσούκλι «Τουρκοφάγος».
Στάθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια. Μετά την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο, στις 25 Ιανουαρίου 1833, ο Νικηταράς και ο Πύρρος απευθύνουν αίτημα προς αυτόν, ζητώντας την συνδρομή του για την επανεκκίνηση των εργασιών του χαρτοποιείου. Αλλά και ο Όθωνας δείχνει να μη συμμερίζεται τις απόψεις των δύο συνεταίρων. Η κατάσταση οδηγεί σε αδιέξοδο.
Η επιχείρηση χαρτοποιίας λήγει άδοξα. Στα 1835 η ζωή του Νικηταρά είναι κοινωνική και ενδιαφέρουσα. Τον καλούσαν σε τελετές και δεξιώσεις, ακόμα και στα ανάκτορα και στο σπίτι του πρωθυπουργού ‘Αρμανσπεργκ
Το σπαθί του Νικηταρά στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο...Ωστόσο, μετά την απελευθέρωση άρχισαν οι περιπέτειες του. Συνελήφθη δύο φορές και το 1839 φυλακίστηκε μετά από κατηγορία για συμμετοχή σε συνωμοσία κατά του βασιλιά Όθωνα....
Τα βασανιστήρια που πέρασε στη φυλακή ήταν φρικτά. Όταν πια αποφυλακίστηκε η υγεία του είχε κλονιστεί σοβαρά με αποτέλεσμα να πεθάνει λίγο αργότερα στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, πάμφτωχος, τυφλός και λησμονημένος. Όταν τον ρώτησε ο Τερτσέτης γιατί έμεινε φτωχός και δεν πήρε ποτέ του λάφυρα από τις μάχες, ο Νικηταράς απάντησε:
«Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάμω πραμάτεια το καπετανιλίκι μου για να καζαντίσω!»
Με αυτήν την πενιχρή σύνταξη έζησε λίγα ακόμη χρόνια και πέθανε τελικά στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 σε ηλικία 67 ετών στον Πειραιά… τυφλός, πάμπτωχος και επαίτης.
Δείτε στο βίντεο της «Μηχανής του Χρόνου» την κατάληξη του γενναίου ήρωα της Επανάστασης:...
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου