Οι χειροποίητες κρητικές μπότες (στιβάνια) αποτελούν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της παραδοσιακής τοπικής ενδυμασίας και είναι το μόνο τμήμα της, που εξακολουθεί να «επιζεί» μέχρι και σήμερα και να....
φοριέται από τους άνδρες ως κύριο υπόδημα καθημερινό. Ψηλές, αλύγιστες, εξαιρετικής ανθεκτικότητας συνήθως μαύρες και σπανιότερα άσπρες.Στα μέσα του 19ου αιώνα, η ονομασία τους ήταν τσαρδίνια ή σαρδίνια, ήταν συνήθως λευκά ή κόκκινα με σχισμή κατά μήκος της κνήμης, τα έδεναν με κορδόνια και τα προτιμούσαν κυρίως οι αστοί. Ήταν ραφτά, χωρίς κανένα καρφί και είχαν ένα δερμάτινο λεπτό κόκκινο κορδόνι στους αστραγάλους. Άλλο χαρακτηριστικό τους ήταν ότι οι μύτες σηκωνόντουσαν ψηλά ,όπως περίπου τα τσαρούχια των τσολιάδων.
Κατά μία εκδοχή η λέξη «στιβάνι» προέρχεται από την ιταλική «stivale», που σημαίνει μπότα και προέρχεται πιθανότατα, από την περίοδο της Ενετοκρατίας.
Διάφοροι περιηγητές που έφτασαν στην Κρήτη κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας εντυπωσιάστηκαν από τα υποδήματα των Κρητικών. Πολλές φορές προσπαθούσαν να εξηγήσουν γιατί χρησιμοποιούσαν αυτή την βαριά υπόδηση οι Κρητικοί και πάντα το απέδιδαν στην ποώδη βλάστηση, και το φυσικό περιβάλλον που θα ταλαιπωρούσε τις κνήμες των οδοιπόρων. Ίσως γι’ αυτό να υπήρχαν και οι διαφορετικοί τύποι υποδημάτων, αλλά στην ύπαιθρο κι άλλα στις πόλεις. Για να αντέχουν στην άγρια χρήση τους τα στιβάνια των χωρικών ήταν φτιαγμένα από σκληρό μοσχαρίσιο δέρμα (βακέτα). Αντίθετα τα στιβάνια των κατοίκων της πόλης, που τα χρησιμοποιούσαν όταν επισκεπτόταν την εξοχή, ήταν πιο ελαφριά αφού ήταν φτιαγμένα από μαλακό δέρμα. Ωστόσο οι ποιο πλούσιοι είχαν πολλά ζευγάρια στιβάνια διαφορετικών χρωματισμών. Συνήθως μαύρα για τις καθημερινές άσπρα ή κόκκινα για τις σκόλες.
Σήμερα βέβαια οι περισσότερες παραδοσιακές τέχνες έχουν παρακμάσει, το ίδιο και η στιβανοποιία. Ελάχιστοι πλέον ασχολούνται με τη χρονοβόρα αυτή διαδικασία παραγωγής στιβανιών και η ζήτηση είναι πλέον περιορισμένη. Κάμποσοι στιβανάδες υπάρχουν ακόμη στο νησί στις μεγάλες πόλεις ,Χανιά ,Ρέθυμνο ,Ηράκλειο αλλά και σε κεφαλοχώρια όπου καταφεύγουν οι τελευταίοι τεχνίτες αυτού του παραδοσιακού επαγγέλματος.
Πίσω από τη δημοτική αγορά βρίσκεται ο εμπορικότερος δρόμος στα σημερινά Χανιά: η οδός Σκρύδλωφ με πολλά επώνυμα καταστήματα στη σειρά. Στο σημείο που συναντιέται με την οδό Χάληδων, την κεντρική οδό της παλιάς πόλης, η περιοχή έχει το χαρακτηριστικό όνομα Στιβανάδικα. Τα Στιβανάδικα στα Χανιά δίνουν την αίσθηση του παζαριού, με την έντονη μυρωδιά του δέρματος και τα πολύχρωμα είδη Κρητικής λαϊκής τέχνης. Παλιότερα κυριαρχούσε ο ήχος του σφυριού, οι φωνές και οι πλάκες των στιβανάδων μιας και ήταν άνθρωποι ανοιχτόκαρδοι και όλοι τους έλεγαν πειραχτήρια ή χαβαλέδες.
Εκείνη την εποχή, πάνω στον πάγκο υπήρχαν σουβλιά και τσαγκαροβελόνες στη διάθεση του τσαγκάρη και των βοηθών του για να ράβουν τα πανωδέρματα της καλίκωσης. Υπήρχαν ακόμη σφυριά και κατσαμπρόκοι (μικρά καρφάκια περασμένα μέσα από πέτσινο κεφάλι) για να ανοίγουν τις τρύπες στο κατώπετσο, από όπου περνούσαν οι ξυλόπροκες, με τις οποίες γίνονταν η προσαρμογή και η στερέωση του κατώπετσου πάνω στην καλίκωση.
Εκείνη την εποχή, πάνω στον πάγκο υπήρχαν σουβλιά και τσαγκαροβελόνες στη διάθεση του τσαγκάρη και των βοηθών του για να ράβουν τα πανωδέρματα της καλίκωσης. Υπήρχαν ακόμη σφυριά και κατσαμπρόκοι (μικρά καρφάκια περασμένα μέσα από πέτσινο κεφάλι) για να ανοίγουν τις τρύπες στο κατώπετσο, από όπου περνούσαν οι ξυλόπροκες, με τις οποίες γίνονταν η προσαρμογή και η στερέωση του κατώπετσου πάνω στην καλίκωση.
Πλάι και κοντά στον πάγκο υπήρχε ένα μαστέλο γεμάτο νερό, όπου ο τσαγκάρης έβαζε τα πετσιά και τις χοντρές βακέτες για να μαλακώσουν και να είναι ευκολότερη η παραπέρα επεξεργασία τους. Σε ράφια ή σε κούτελα ραφιών ήταν τοποθετημένα ή κρέμονταν σε σχετικά μεγάλο αριθμό τα καλαπόδια για να μπορεί να βρίσκεται κάθε φορά το καλαπόδι, που αντιστοιχούσε στο ξαμάρι (στα μέτρα) του κάθε πελάτη. Κοντά στα καλαπόδια υπήρχαν και τα σκουπιά, μακρύτερα ξύλα ειδικά επεξεργασμένα, που χρησιμοποιούνταν στο φορμάρισμα του καλαμιού (γάμπας) του στιβανιού. Ο παλαιός τρόπος κατασκευής του κρητικού στιβανιού, που περιγράφεται παραπάνω δεν απέχει και πολύ από τον τρόπο που οι τσαγκάρηδες εξακολουθούν να τα κατασκευάζουν ακόμα και σήμερα. Με εξαίρεση κάποια πιο σύγχρονα εργαλεία που κάνουν την κατασκευή των στιβανιών πιο εύκολη.
Πόσοι είναι όμως αυτοί που συνεχίζουν και δουλεύουν το δέρμα και το κοπίδι, τα σουβλιά και τα καρφιά; Οι επαγγελματίες υποδηματοποιοί, οι «Στιβανάδες», δυστυχώς είναι πλέον λίγοι. Το επάγγελμα των Στιβανάδων είναι δύσκολο, απαιτεί σκληρή δουλειά και πολύ μεράκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου