Η Ζωή η Πορφυρογέννητη (περ. 978 – 11 Ιουνίου 1050) κυβέρνησε ως Αυτοκράτειρα των Ρωμαίων μαζί με την αδελφή της Θεοδώρα από το 1042 μέχρι το 1050 και ως Αυτοκρατορική σύζυγος από το 1028 έως το 1042. Την έχουν χαρακτηρίσει ως την Αυτοκράτειρα με την...
μεγαλύτερη επιρροή τον 11ο αι., η οποία καθόρισε για τέσσερις συνεχόμενες φορές τον Αυτοκράτορα των Ρωμαίων.
Η Ζωή ήταν η δεύτερη κόρη του Κωνσταντίνου Η΄ Αυτοκράτορα των Ρωμαίων και της Ελένης τού Αλυπίου και πήρε τον τίτλο «Πορφυρογέννητη», διότι είχε γεννηθεί στο πορφυρό δωμάτιο, όπου γεννιόταν μόνο τα παιδιά των Αυτοκρατόρων.
Ο πατέρας της ήταν συναυτοκράτορας μαζί με τον αδελφό του τον Βασίλειο Β΄ τον Βουλγαροκτόνο, αλλά επειδή ήταν πολύ μικρός (ήταν μόλις δεκαέξι ετών, όταν ανέλαβε τον θρόνο) και γενικά δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολιτική, ουσιαστικά την εξουσία την είχε υπό τον έλεγχό του ο Βασίλειος Β΄.
Οι πρώτες διαπραγματεύσεις γάμου
Από πολύ νωρίς ο βίος της Ζωής αποτέλεσε εξαίρετο παράδειγμα του τρόπου, με τον οποίο οι γυναίκες που προερχόταν από βασιλικές οικογένειες χρησιμοποιούντο ως πιόνια στα παιχνίδια εξουσίας των Ρωμαίων και μεσαιωνικών αρχόντων, χωρίς να λαμβάνεται καθόλου υπόψη η ανθρώπινη υπόστασή τους ή τα προσωπικά τους αισθήματα.
Οι γυναίκες από οικογένειες ευγενών, και πολύ περισσότερο οι Ρωμαίες πριγκίπισσες, είχαν μοναδικό σκοπό ύπαρξης να γίνουν σύζυγοι κάποιου ισχυρού άνδρα με προοπτική να ενισχύσουν συμμαχίες και να εξασφαλίσουν την πολιτική εξουσία τού πατέρα τους, είτε τού αδελφού τους. Έτσι είχε γίνει και με την θεία της Ζωής και αδελφή του Βασιλείου Β΄, την Άννα Πορφυρογέννητη, που παρά τις αντιρρήσεις της παντρεύτηκε τον Βλαδίμηρο Α΄ του Κιέβου, προκειμένου να ενισχυθεί η συμμαχία ανάμεσα στη Ρωσία και τη Ρωμανία.
Η πρώτη πολιτική διαπραγμάτευση για τον γάμο της Ζωής έγινε το 996, όταν ο Όθων Γ΄ της Γερμανίας έστειλε διπλωματική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη. Τα μέλη τού Οίκος των Οθωνιδών προσπαθούσαν να ισχυροποιήσουν την εξουσία τους μέσω στρατηγικών γάμων με πολιτικά ισχυρές γυναίκες, καθώς είχαν καταλάβει τον θρόνο μετά τους Καρολίδες, χωρίς να έχουν κληρονομικό δικαίωμα.
Ο πάππος τού Όθωνα Γ΄, ο Όθων Α΄ δούκας της Σαξονίας είχε καταφέρει να καταλάβει τον θρόνο της Γερμανίας, μόνο αφού νυμφεύτηκε την Αδελαΐδα της Ιταλίας, που είχε το κληρονομικό δικαίωμα και στέφθηκε αυτοκράτορας μόνο αφού πρώτα στέφθηκε αυτοκράτειρα (και όχι αυτοκρατορική σύζυγος) εκείνη. Ο πατέρας τού Όθωνα Γ΄, ο Όθων Β΄, είχε φροντίσει να νυμφευτεί τη Ρωμαία πριγκίπισσα Θεοφανώ Σκλήραινα, διότι οι Ρωμαίες πριγκίπισσες, ειδικά οι «πορφυρογέννητες», ήταν πολύφερνες νύφες με «βασιλικό αίμα». Ο Βλαδίμηρος Α΄ του Κιέβου έφτασε στο σημείο ακόμη και να αλλάξει την πίστη του και να γίνει Χριστιανός και να επιβάλλει την μαζική βάφτιση των υπηκόων του, προκειμένου να εξασφαλίσει τον γάμο του με τη Ρωμαία πριγκίπισσα Άννα.
Αν και η Θεοφανώ δεν ήταν «πορφυρογέννητη» (δηλαδή δεν ήταν κόρη τού Αυτοκράτορα, αλλά ανιψιά του) η ιδιότητά της ως Ρωμαίας πριγκίπισσας θεωρείτο τόσο εντυπωσιακή, ώστε ήταν αρκετή για να της δώσει το χρίσμα της αυτοκράτειρας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Την ίδια ημέρα χρίστηκε μαζί της αυτοκράτορας και ο σύζυγός της Όθωνας Β΄. Επομένως, ο Όθωνας Γ΄ αντλούσε το κληρονομικό του δικαίωμα από τις γυναίκες της οικογένειάς του, στις οποίες μάλιστα χρωστούσε και το γεγονός ότι ήταν αυτοκράτορας, καθώς πήρε το χρίσμα μετά από την παρέμβασή τους στη λεγόμενη Σύνοδο των Ισχυρών Γυναικών και χρειαζόταν περισσότερη νομιμοποίηση για την εξουσία του μέσω ενός ακόμη γάμου με μία ακόμη ισχυρή Ρωμαία πριγκίπισσα, που νόμιζε πως θα ήταν η Ζωή. Όμως ο Όθωνας Γ΄ απεβίωσε πριν να γίνει ο γάμος αυτός.
Τότε ο ευνούχος Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος, που ήταν έμπιστος του Βασιλείου Β΄ και ασκούσε ισχυρή επιρροή επάνω του, άρχισε να αισθάνεται απειλή από τις δύο πριγκίπισσες, καθώς ο άνδρας που θα παντρευόταν κάποια από τις δύο, θα γινόταν αυτόματα πανίσχυρος, θα διεκδικούσε άμεσα τον Αυτοκρατορικό θρόνο και θα έθετε σε κίνδυνο την εξουσία του Βασιλείου και κατά συνέπεια και την εξουσία του Ιωάννη.
Ο ίδιος ο Βασίλειος Β΄ δεν νυμφεύτηκε ποτέ και δεν έκανε παιδιά, ακριβώς λόγω του μεγάλου του φόβου για τον θρόνο του, αλλά και γιατί οι Ρωμαίοι ευγενείς απέφευγαν να νυμφεύονται ξένες (μη Ρωμαίες) γυναίκες, λόγω του ότι θεωρούντο κατώτερες. Έτσι δεν ήταν δύσκολο για τον Ιωάννη να πείσει τον Αυτοκράτορα να παύσει κάθε διαπραγμάτευση γάμου για τη Ζωή και τη Θεοδώρα και να τις απομακρύνει στα διαμερίσματά τους, όπου παρέμειναν έγκλειστες για τα επόμενα περίπου τριάντα χρόνια. Αυτός ο εξαιρετικά μακροχρόνιος κατ’ οίκον περιορισμός και η ανάγκη να διαμένουν επί πολλά χρόνια μαζί οι δύο αδελφές, προκάλεσε όπως ήταν αναμενόμενο μια έντονη αντιπάθεια ανάμεσά τους.
Ο πρώτος γάμος με τον Αργυρό Γ΄
Το 1025 ο Βασίλειος Β´ πέθανε και άφησε τον αδελφό του Κωνσταντίνο Η΄ ως μοναδικό Αυτοκράτορα, που έδειχνε απόλυτη αδιαφορία για την άσκηση των καθηκόντων του. Επί βασιλείας του ο Ιωάννης και πολλοί άλλοι αυλικοί εκμεταλλεύθηκαν την κατάσταση και ανέλαβαν μεγάλη εξουσία. Όμως πολύ γρήγορα η υγεία του Κωνσταντίνου Η΄ άρχισε να κλονίζεται και τότε άρχισε να προκύπτει άμεσα η ανάγκη να παντρευτούν οι κόρες του, ώστε να προκύψει διάδοχος.
Αρχικά ο Κωνσταντίνος επιδίωξε να παντρέψει τη Ζωή με τον Κωνσταντίνο Δαλασσινό, τον δούκα της Αντιόχειας, που ήταν ένας -από τους ελάχιστους πιστούς στον Οίκο του- ευγενής. Όμως ο Δαλασσινός ήταν ανεπιθύμητος από τον Ιωάννη, διότι δεν βρισκόταν υπό την επιρροή του. Έτσι μετά από τις πιέσεις του Ιωάννη το 1025 κανονίστηκε η αδελφή της Ζωής, η Θεοδώρα, να παντρευτεί έναν δικό του άνθρωπο, τον Ρωμανό Αργυρό, που θεωρούνταν αδύναμος και εύκολα επηρεάσιμος.
O Ρωμανός ήταν 3ος εξάδελφος της Θεοδώρας και της Ζωής· αν και ήταν ήδη παντρεμένος, προκειμένου να μην χάσει την ευκαιρία να παντρευτεί τη γυναίκα, που θα του εξασφάλιζε την εξουσία στον αυτοκρατορικό θρόνο, δεν δίστασε να κλείσει τη γυναίκα του σε μοναστήρι. Η Θεοδώρα όμως αρνήθηκε να κάνει αυτόν τον γάμο και χάλασε τα σχέδια του Ρωμανού, αλλά και του Ιωάννη.
Τότε ο Ρωμανός και ο Ιωάννης πίεσαν, ώστε ο Ρωμανός να παντρευτεί την Ζωή· ο γάμος τους τελικά έγινε στις 10 Νοεμβρίου 1028. Τρεις ημέρες αργότερα ο Κωνσταντίνος Η΄ απεβίωσε και στον θρόνο ανέβηκαν η Ζωή με τον σύζυγό της Ρωμανό Γ΄. Το πρώτο πράγμα που έκανε εκείνη τότε, ήταν να απομακρύνει την αδελφή της, με την οποία είχε έντονη διαμάχη επί χρόνια και να την εξαναγκάσει να μπει σε μοναστήρι, με την κατηγορία ότι δολοπλοκούσε εναντίον τού θρόνου. Το πρώτο πράγμα όμως που έπραξε ο Ρωμανός Γ΄ ως Αυτοκράτορας, ήταν να κάνει τον Ιωάννη συγκλητικό.
Τα επόμενα χρόνια η Ζωή προσπάθησε να φέρει στο κόσμο έναν διάδοχο, όπως ήταν αναμενόμενο από μία Αυτοκράτειρα, αλλά επειδή και εκείνη και ο Αργυρός ήταν σε προχωρημένη ηλικία (εκείνη ήταν πενήντα ετών και ο Ρωμανός Γ΄ εξήντα) αυτό δεν ήταν δυνατόν. Η Ζωή προσπάθησε φιλότιμα να βοηθήσει την κατάσταση όσο μπορούσε, εφαρμόζοντας όποια ιατρική ή μαγική συνταγή μάθαινε, αλλά φυσικά όλα ήταν μάταια.
Πολύ σύντομα οι σχέσεις της με τον Ρωμανό Γ΄, με τον οποίον δεν είχε παντρευτεί εξαρχής από έρωτα, έγιναν πολύ τυπικές· εκείνος της μείωσε σημαντικά το εισόδημα, άρχισε να την παραμελεί και ξεκίνησε εξωσυζυγική σχέση. Η Ζωή, πληγωμένη και απογοητευμένη, έγινε πρώτης τάξης στόχος για τον Ιωάννη, που διέκρινε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει για άλλη μία φορά αυτή την γυναίκα, προκειμένου να ενισχύσει την εξουσία και την επιρροή της οικογένειάς του και την έφερε σε επαφή με τον αδελφό του Μιχαήλ. Εκείνος φρόντισε να κερδίσει την εύνοιά της, κολακεύοντάς την και σύντομα κατάφερε να συνάψει ερωτική σχέση μαζί της.
Ο δεύτερος γάμος με τον Μιχαήλ Δ΄
Από αυτό το σημείο και έπειτα ο Ρωμανός Γ΄ ήταν πλέον περιττός για την οικογένεια του Ιωάννη. Το 1034, μετά από σοβαρή ασθένεια, ο Ρωμανός Γ΄ βρέθηκε νεκρός στο λουτρό του και οι υποψίες για τον θάνατό του έπεσαν στον Μιχαήλ και τη Ζωή.
Η Ζωή τότε επιχείρησε να διοικήσει ως Αυτοκράτειρα μόνη της και ζήτησε να μεταφερθούν οι ευνούχοι τού πατέρα της στα δικά της διαμερίσματα, μία συμβολική κίνηση που θα μεταβίβαζε την αυτοκρατορική ισχύ στα χέρια της, καθώς οι ευνούχοι ήταν σύμβολο εξουσίας, αλλά ο Ιωάνης Ορφανοτρόφος επενέβη και σταμάτησε την διαδικασία. Αντίθετα φρόντισε να αντικαταστήσει και τους όποιους ευνούχους διέθετε η Ζωή με γυναίκες της οικογενείας του, προκειμένου να την ελέγχει. Την ίδια ημέρα κιόλας ο Ιωάννης και ο Μιχαήλ φρόντισαν να γίνει ο γάμος του τελευταίου με τη Ζωή και δωροδόκησαν τον πατριάρχη Αλέξιο Α΄ προκειμένου να τον χρίσει Αυτοκράτορα την αμέσως επόμενη ημέρα.
Από τότε ο Μιχαήλ άρχισε να κυβερνά ως Αυτοκράτορας με το όνομα Μιχαήλ Δ΄ ο Παφλαγόνας και ο αδελφός του Ιωάννης έγινε πρακτικά ο πιο ισχυρός άνθρωπος του Βυζαντίου. Ένα ένα τα μέλη της οικογένειας του Ιωάννη άρχισαν να καταλαμβάνουν αξιώματα και να αποκτούν τίτλους.
Αρχικά ο Ιωάννης έβγαλε από τη μέση τη Ζωή, φυλακίζοντάς την για άλλη μία φορά στα διαμερίσματά της, όπως είχε κάνει και παλαιότερα, όταν η Ζωή ήταν νεότερη. Μετά φυλάκισε τον Κωνσταντίνο Δαλασσινό, φοβούμενος την αντίδρασή του και στη θέση του τοποθέτησε τον αδελφό του Νικήτα και τον έκανε δούκα Αντιοχείας.
Τον γαμπρό από την αδελφή του Στέφανο, που ήταν καλαφάτης στα πλοία, τον έκανε ναύαρχο· έναν άλλον συγγενή του ονόματι Αντώνιο τον έκανε Επίσκοπο της Νικομήδειας και όταν ο πρωτοβεστιάριος του παλατιού παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την συμπεριφορά του Ιωάννη, εκείνος τοποθέτησε στη θέση του τον άλλο αδελφό του, τον Γεώργιο. Το 1037 μάλιστα ο Ιωάννης επιχείρησε να γίνει και Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, αλλά δεν τα κατάφερε.
Η εποχή της βασιλείας του Μιχαήλ Ε΄
Όμως το 1041 ο Μιχαήλ, που υπέφερε από επιληψία, αρρώστησε βαριά και φαινόταν πως πλησίαζε το τέλος της ζωής του. Ο Ιωάννης τότε, φοβούμενος για άλλη φορά για την εξουσία του, προσπάθησε να μεταβιβάσει τον θρόνο σε κάποιον άλλον συγγενή του και, παρά τις αντιρρήσεις του Μιχαήλ Δ΄, πίεσε αυτόν και την Ζωή να υιοθετήσουν τον 26χρονο ανιψιό του, που λεγόταν και εκείνος Μιχαήλ. Στις 10 Δεκεμβρίου 1041 ο Μιχαήλ Δ΄ απεβίωσε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και στον θρόνο ανήλθε ο θετός του γιος του, που κυβέρνησε με το όνομα Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτης λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του.
Η συνδιακυβέρνηση της Ζωής με τη Θεοδώρα
Αμέσως μετά την άνοδό του στον θρόνο και παρά τις υποσχέσεις του να σεβαστεί και να προστατέψει την θετή του μητέρα, ο Μιχαήλ Ε΄ απομάκρυνε άμεσα τη Ζωή από το παλάτι και την εξανάγκασε να κλειστεί σε μοναστήρι και να γίνει καλόγρια. Με αυτόν τον τρόπο και το τελευταίο μέλος της βασιλικής οικογένειας απομακρύνθηκε από το παλάτι και όλη την εξουσία την κατείχε πλέον η οικογένεια του Ιωάννη. Όμως ο υπερβολικά φιλόδοξος αυτός ευνούχος έκανε το λάθος να αγνοήσει εκείνο, που γνώριζαν πολύ καλά όλοι οι μονάρχες της Ευρώπης, όπως οι Όθωνες και πολλοί άλλοι.
Ότι η εξουσία στην Ευρώπη και το Βυζάντιο εκπήγαζε από το κληρονομικό δικαίωμα και στην προκειμένη περίπτωση αυτό το διέθετε μόνο η Ζωή και η Θεοδώρα και κανείς άλλος. Η απομάκρυνσή της Ζωής από την εξουσία προκάλεσε την λαϊκή κατακραυγή και ο κόσμος ξεσηκώθηκε και ζητούσε την άμεση απομάκρυνση του Αυτοκράτορα. Ο Μιχαήλ Ε΄ προσπάθησε να κατευνάσει την οργή του λαού, επαναφέροντας τη Ζωή στο παλάτι και ζητώντας να κυβερνήσει τουλάχιστον ως συναυτοκράτορας στο πλευρό της, αλλά ο κόσμος είχε απηυδήσει πια με τον Ιωάννη και την οικογένειά του και στις 19 Απριλίου 1042 τοποθέτησε στον θρόνο τις δύο γυναίκες.
Στην περίπτωση της Θεοδώρας μάλιστα αυτή η τοποθέτηση έγινε κυριολεκτικά με το ζόρι, διότι εκείνη αρνιόταν να αφήσει το μοναστήρι, όπου έμενε τα τελευταία χρόνια και την ημέρα του αυτοκρατορικού χρίσματος την πήγαν σηκωτή στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας για το χρίσμα παρά τις αντιρρήσεις και της Ζωής, που δεν θεωρούσε καθόλου ευχάριστη την προοπτική να συμβασιλεύσει με την αδερφή της. Αμέσως μετά το πλήθος όρμησε στο παλάτι και εκδίωξε τον Μιχαήλ Ε΄, ο οποίος, φοβούμενος ακόμα και για τη ζωή του, βρήκε καταφύγιο σε ένα μοναστήρι.
Τυπικά η Ζωή, όντας η μεγαλύτερη από τις δύο αδελφές, θεωρείτο πρώτη Αυτοκράτειρα και είχε μεγαλύτερη εξουσία από την αδελφή της. Ο θρόνος της μάλιστα ήταν τοποθετημένος γι’ αυτόν τον λόγο ελαφρά πιο μπροστά από τον θρόνο της Θεοδώρας. Όμως η Θεοδώρα ήταν και εκείνη πολύ ισχυρή και, εφόσον εξαναγκάστηκε να αναλάβει την εξουσία, ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει την αδελφή της, με την οποία διαφωνούσε σχεδόν απόλυτα, να κάνει ό,τι ήθελε.
Η συνδιακυβέρνησή τους από νωρίς αποδείχθηκε ταραγμένη και γεμάτη συγκρούσεις και ανταγωνισμούς· η Σύγκλητος άρχισε να διχάζεται, καθώς τα μέλη της άρχισαν να δείχνουν την προτίμησή τους στη μία ή την άλλη Αυτοκράτειρα. Ένα από τα πρώτα πράγματα στα οποία διαφώνησαν η Ζωή και η Θεοδώρα ήταν η τύχη του Μιχαήλ Ε΄. Ενώ η Ζωή ζητούσε να του δοθεί αμνηστία και να αφεθεί ελεύθερος, η Θεοδώρα του επέβαλλε την δική της τιμωρία, που ήταν τύφλωση και εγκλεισμός σε μοναστήρι.
Ο τρίτος γάμος με τον Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο
Μετά από μόλις δύο μήνες ταραχώδους συμβασιλείας, η Ζωή κατάλαβε, πως ο μόνος τρόπος να εμποδίσει την Θεοδώρα να κατακτήσει την απόλυτη εξουσία, ήταν να ορίσει έναν άνδρα ως Αυτοκράτορα, έτσι ώστε να λήξουν οι τριβές. Οι Ρωμαίες Αυτοκράτειρες δεν ήταν εύκολο να διατηρήσουν από μόνες τους την εξουσία, όπως έκανε για παράδειγμα η Ελισάβετ Α΄ στην Αγγλία, αλλά στην πράξη χρειαζόταν πάντα να συνδέουν την εξουσία τους με κάποιον γάμο.
Ο τρόπος για να γίνει αυτό ήταν μέσω ενός τρίτου γάμου (του τελευταίου που της επέτρεπε η Ορθόδοξη Εκκλησία) και αρχικά στράφηκε προς την επιλογή του Κωνσταντίνου Δαλασσινού, που είχε αποδειχθεί πιστός στη Δυναστεία των Μακεδόνων και που ήταν η παλαιά επιλογή συζύγου για εκείνη από τον πατέρα της ήδη από το 1028. Όμως πολύ σύντομα άλλαξε σχέδια, καθώς ο Δαλασσινός φαίνεται, πως της φέρθηκε με αυθάδεια.
Η επόμενη επιλογή της ήταν ο παντρεμένος ήδη Κωνσταντίνος Ατροκλίνης, ο οποίος όμως απεβίωσε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, πριν να γίνει ο γάμος. Τελικά η Ζωή παντρεύτηκε τον χήρο Κωνσταντίνο Μονομάχο στις 11 Ιουνίου 1042, χωρίς όμως τη συμμετοχή του Πατριάρχη Αλέξιου, που δεν ενέκρινε το γεγονός, ότι και οι δύο σύζυγοι τελούσαν τον τρίτο τους γάμο.
Την επόμενη ημέρα ο Κωνσταντίνος Θ΄ χρίστηκε επίσημα Αυτοκράτορας μαζί με τη Ζωή και τη Θεοδώρα και, με την ανοχή της Ζωής, έφερε στο παλάτι και την ερωμένη του Μαρία Σκλήραινα, με την οποία συζούσε ήδη επί πολλά χρόνια και η οποία είχε σταθεί στο πλάι του ακόμη και στις δύσκολες στιγμές της εξορίας του στην Λέσβο από τον Ιωάννη Ορφανοτρόφο.
Η Μαρία Σκλήραινα αποκαλούνταν σεβαστή και δέσποινα, δύο τίτλοι που μέχρι τότε κατείχαν μόνο οι αυτοκράτειρες και η επίσημη θέση της ήταν ακριβώς πίσω από τη Ζωή και την Θεοδώρα. Πολλές φορές την αποκαλούσαν ακόμη και δευτέρα βασιλίδα.
Αν και η παρουσία και η θέση της Μαρίας Σκλήραινας δεν αποτέλεσαν πρόβλημα για τη Θεοδώρα, αλλά ούτε και για τη Ζωή, ο κόσμος βρήκε σκανδαλώδη τον διακανονισμό αυτόν και άρχισε να διαμαρτύρεται. Πολύ σύντομα κυκλοφόρησαν οι φήμες, πως ο Κωνσταντίνος Θ΄ σχεδίαζε να δολοφονήσει τη Ζωή, ίσως και τη Θεοδώρα, προκειμένου να καταλάβει μόνος του την εξουσία. Το 1044 μάλιστα η ζωή του Αυτκράτορα κινδύνεψε από το πλήθος, που του επιτέθηκε για τον λόγο αυτόν. Χρειάστηκε να εμφανιστούν δημοσίως οι δύο Αυτοκράτειρες και να διαψεύσουν τις φήμες αυτές, για να ηρεμήσει η κατάσταση.
Τα τελευταία χρόνια της Ζωής και η ενασχόληση με την αρωματοποιία και την κατασκευή καλλυντικών
Η Ζωή σταδιακά μεταβίβασε όλες τις εξουσίες στον Κωνσταντίνο Θ΄ και αποσύρθηκε από την πολιτική δράση για να ασχοληθεί απερίσπαστα με την αγαπημένη της δραστηριότητα, την κατασκευή καλλυντικών και αρωμάτων, μία δραστηριότητα που την γοήτευε σε όλη της τη ζωή. Μετέτρεψε μάλιστα και τα προσωπικά της διαμερίσματα σε χημικό εργαστήριο, όπου έκανε τα πειράματά της.
Η κοσμετολογία και η αρωματοποιία ήταν αγαπημένες δραστηριότητες των γυναικών από την αρχαιότητα, όπως φαίνεται και από το παράδειγμα της Ταπούτι, που θεωρείται ο πρώτος αρωματοποιός της ανθρωπότητας που γνωρίζουμε. Η Ζωή Προφυρογέννητη, ασχολούμενη με αυτήν την πρώιμη μορφή χημείας, δεν ήταν εξαίρεση, ούτε παγκοσμίως, αλλά ούτε και στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπήρξαν πολλές γυναίκες, όπως η Άννα Κομνηνή, που ήταν εξαιρετικά μορφωμένες και ασχολήθηκαν με διάφορες επιστήμες. Οι περισσότερες από αυτές όμως σήμερα δεν είναι ευρέως γνωστές.
Η Ζωή περνούσε πολύ χρόνο στο εργαστήριό της, ακόμη και τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού. Ο σύγχρονός της ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός τονίζει πόσο ασυνήθιστα φερόταν η Ζωή, καθώς δεν ασχολούνταν με το γνέσιμο ή την ύφανση και, όπως και η αδελφή της η Θεοδώρα, δεν απολάμβανε τον καθαρό αέρα και τις βόλτες στον κήπο. Η αναφορά στο γνέσιμο και στην ύφανση ήταν ένας τρόπος για να υπογραμμίσει το πόσο ασυνήθιστη ήταν η συμπεριφορά αυτής της Αυτοκράτειρας, καθώς επρόκειτο για δύο παραδοσιακά γυναικείες ασχολίες, που -ανεξάρτητα με το αν κάποια γυναίκα ασχολούνταν με αυτές ή όχι- συμβόλιζαν τον παραδοσιακό γυναικείο τρόπο ζωής.
Η ίδια η Ζωή ήταν μία όμορφη γυναίκα, που είχε φροντίσει να συντηρήσει την ομορφιά της μέχρι την προχωρημένη ηλικία της. Αυτόπτες μάρτυρες την περιγράφουν ξανθιά, με κατάλευκο δέρμα, χωρίς ρυτίδες και πολύ νεανική εμφάνιση, που διατηρούσε την ομορφιά της και μετά τα εξήντα.
Η πιο γνωστή απεικόνιση της Ζωής είναι ένα μωσαϊκό στην Αγία Σοφία, στο οποίο εμφανίζεται ο Κωνσταντίνος Θ΄ και η Ζωή σε ηλικία 64 ετών να διατηρεί τη νεανική της εμφάνιση, αν και λέγεται πως ζήτησε η ίδια να απεικονιστεί πιο κολακευτικά, από ότι ήταν στην πραγματικότητα. Κάποιοι άλλοι λένε, πως ίσως το ψηφιδωτό να χρονολογείται από την εποχή της βασιλείας του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού, όταν η Ζωή ήταν νεότερη και καθώς ο καιρός περνούσε και άλλαζαν οι Αυτοκράτορες, η Ζωή επέβαλλε την αλλαγή του προσώπου τού Αυτοκράτορα και του ονόματος στο ψηφιδωτό.
Η σημασία που απέδιδε η Ζωή στην εμφάνισή της, δεν οφείλεται απαραίτητα σε κάποιου είδους ματαιοδοξία, αλλά στον συσχετισμό που επικρατούσε κατά την εποχή της ανάμεσα στην όμορφη εμφάνιση και την βασιλική καταγωγή. Ενώ οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες αναμενόταν να έχουν ευχάριστη εμφάνιση και επιβλητικό παρουσιαστικό ως απόδειξη της καταλληλότητάς τους για τον θρόνο κατά τον 11ο και 12ο αι., οι Αυτοκράτειρες της Ρωμανίας αναμενόταν από πολύ παλιά να είναι όμορφες και αρχοντικές.
Οι Αυτοκράτειρες αναμένονταν ex officio να φροντίζουν την εμφάνισή τους, η οποία συνδεόταν άμεσα με το κύρος τους ως ηγεμόνες και να συμπεριφέρονται με μεγαλοπρέπεια και αξιοπρέπεια. Τα πολυτελή αυτοκρατορικά ενδύματα, τα κοσμήματα και τα διαδήματα, καθώς και η διατήρηση της πορφύρας και του χρυσού μόνο για τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας συνέβαλλαν και εκείνα στην διατήρηση της αυτοκρατορικής εικόνας, που συνδεόταν με την ομορφιά, την πολυτέλεια και τη μεγαλοπρέπεια. Έτσι οι Αυτοκράτορες, μέσω της πολυτελούς εμφάνισης και του αυστηρού τελετουργικού, μπορούσαν να εντυπωσιάσουν τις ξένες διπλωματικές αποστολές (όπως εκείνες του Λιουτπράνδου της Κρεμόνα που διαπραγματεύθηκε τρεις φορές τον γάμο των Οθώνων με κάποια Ρωμαία πριγκίπισσα), αλλά και να διεκδικήσουν την ημι-θεϊκή τους εικόνα, που συντηρούσε την εξουσία τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ευδοκία, η μεγαλύτερη αδελφή της Ζωής, κρίθηκε ακατάλληλη όχι μόνο για γάμο αλλά και για γίνει αυτοκράτειρα, επειδή όταν ήταν μικρή παραμορφώθηκε το πρόσωπό της από ευλογιά· έτσι αναγκάστηκε να ζήσει σε μοναστήρι. Παρά την όμορφη και νεανική της εμφάνιση και το έντονο ενδιαφέρον της για τα καλλυντικά, η Ζωή απέφευγε να προκαλεί με το ντύσιμό της και την πολυτέλεια των ενδυμάτων της, όπως θα αναμενόταν από τον τίτλο της και προτιμούσε να ντύνεται απλά ενώ απέφευγε τα κοσμήματα.
Η Ζωή απεβίωσε στις 11 Ιουνίου 1050 σε ηλικία 72 ετών και ετάφη στον ναό των Αγίων Αποστόλων. Την έχουν αποκαλέσει ως τη Ρωμαία Αυτοκράτειρα με την μεγαλύτερη επιρροή κατά τον 11ο αι., η οποία καθόρισε για τέσσερις συνεχόμενες φορές τον Αυτοκράτορα των Ρωμαίων, γεγονός που οφείλεται τόσο στην εξουσία, που της έδινε η βασιλική της καταγωγή, όσο και στην αδυναμία του πατέρα της και του θείου της να παντρέψουν την ίδια και την αδελφή της με έναν κατάλληλο σύζυγο στην σωστή ηλικία, που ήταν γύρω στα δεκαπέντε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου