Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου kentripotideas

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

Στις 27 Φεβρουαρίου του 1953 η Ελλάδα διαγράφει το χρέος της Γερμανίας με «υπογραφή» Καραμανλή


Το χρέος της χώρας είναι υπέρογκο. Ο λόγος όχι για την Ελλάδα, αλλά για τη Γερμανία. Με την υπογραφή της συμφωνίας για την....
διαγραφή του γερμανικού χρέους στο Λονδίνο στις 27 Φεβρουαρίου του 1953 η γερμανική μεταπολεμική οικονομία έθετε τα θεμέλια του μετέπειτα «οικονομικού θαύματος», πιστεύει η Γερμανίδα ιστορικός Ούρσουλα Ρόμπεκ- Γιασίνσκι από το Πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης: «Η συμφωνία του Λονδίνου έπαιξε σημαντικό ρόλο στο λεγόμενο οικονομικό θαύμα της Γερμανίας. Μπορεί μάλιστα να υποστηριχθεί ότι χωρίς τη διαγραφή του χρέους δεν θα υπήρχε οικονομικό θαύμα»

Ο Γερμανός ειδικός σε ζητήματα χρέους Γιούργκεν Κάιζερ, μέλος του συνδέσμου erlassjahr.de για τη μείωση του χρέους των υπό ανάπτυξη χωρών, δηλώνει στην DW ότι για χρόνια οι Γερμανοί απωθούσαν το γεγονός ότι η χώρα τους μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν υπερχρεωμένη, όπως σήμερα η Ελλάδα ή κάποιες υπό ανάπτυξη χώρες:
«Μαθαίναμε τότε ότι το οικονομικό θαύμα οφειλόταν στην εργατικότητα του λαού μας και στους Αμερικανούς, οι οποίοι μας βοήθησαν με χρήματα και για αυτό εμείς τους στηρίζουμε όπου μπορούμε. Αυτά γνώριζα για τη περίοδο αυτή. Δυστυχώς ένα κομμάτι της ιστορίας μας αγνοήθηκε επιμελώς».
H Γερμανία δεν ήθελε λιτότητα και αποπληρωμή
Περίπου 70 χώρες είχαν απαιτήσεις έναντι της Γερμανίας τόσο από την προπολεμική, όσο και από την μεταπολεμική περίοδο. Το συνολικό χρέος της Γερμανίας ανέρχονταν γύρω στα 30 δισ. μάρκα. Ας σημειωθεί ότι το γερμανικό χρέος το 1953 αντιστοιχούσε μόλις στο 23% του ΑΕΠ. Ακόμα και για τις υπό ανάπτυξη χώρες ισχύει σήμερα ότι βρίσκονται σε κίνδυνο μόνο όταν το χρέος τους ξεπερνά το 40% του ΑΕΠ. Σήμερα το ελληνικό χρέος βρίσκεται στο 160% και μόνο οι πολύ αισιόδοξοι ευελπιστούν ότι θα μειωθεί στο 120%.
Για την Γερμανία του 1953 όμως η λιτότητα και η επιστροφή των δανείων δεν αποτελούσε επιλογή. Το αντίθετο! Η γερμανική οικονομία χρειαζόταν «φρέσκο» χρήμα για την ανοικοδόμηση της χώρας και την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης. Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις οι πιστώτριες χώρες συμφώνησαν στη διαγραφή σχεδόν του 50% του χρέους, ενώ για το υπόλοιπο προέβλεψαν τη μακροπρόθεσμη αναδιάρθρωσή του.
Η Ελλάδα συμφώνησε στη διαγραφή του γερμανικού χρέους
Παράλληλα η συμφωνία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να γίνει η Γερμανία εξαγωγική δύναμη. Διότι η Γερμανία ήταν υποχρεωμένη να εξυπηρετεί το χρέος της, μόνο αν κέρδιζε χρήματα από τις εξαγωγές. «Οι δανειστές της είχαν λοιπόν συμφέρον να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα», λέει ο Γιούργκεν Κάιζερ. Κατά την άποψή του μια παρόμοια ρύθμιση θα μπορούσε να βοηθήσει και την Ελλάδα, η οποία όπως υπενθυμίζει ο Γερμανός ειδικός, λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης δαπανούσε δισεκατομμύρια για γερμανικά τανκς.
«Αν εφαρμόσουμε κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα τότε οι Γερμανοί θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους μόνο αν επιτρέψουν ένα πλεόνασμα στο ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο. Και οι Έλληνες θα εξάγουν προϊόντα και θα φιλοξενούν στα ξενοδοχεία τους Γερμανούς τουρίστες μέχρι που να ξεπληρώσουν αυτά τα καταραμένα τεθωρακισμένα».
Η ιστορικός Ούρσουλα Ρόμπεκ-Γιασίνσκι τονίζει ότι δεν είναι εύκολη η σύγκριση της μεταπολεμικής Γερμανίας με τη σημερινή Ελλάδα. Παρόλα αυτά οι Γερμανοί, λέει, δεν θα έπρεπε να ξεχνούν στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα ότι κάποτε και η Γερμανία ήταν υπερχρεωμένη και χρειάζονταν βοήθεια. Πόσο μάλλον που τότε στο Λονδίνο η Ελλάδα ανήκε στους δανειστές και αποδέχθηκε και εκείνη τη διαγραφή του χρέους της τότε Δυτικής Γερμανίας.
Τι ακριβώς προέβλεπε αυτή η συμφωνία;
Η τριμερής επιτροπή για το γερμανικό εξωτερικό Χρέος, που δημιούργησαν η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ ξεκίνησε από τον Ιούνιο του 1951 – σε συνεργασία με τη γερμανική πλευρά – την καταμέτρηση των συνολικών υποχρεώσεων της ηττημένης πλευράς, καθώς και την έρευνα τρόπου αποπληρωμής αυτών. Οι τρεις αυτές χώρες θεωρούσαν πρωταρχικό στοιχείο να καθοριστεί το ποσό που θα μπορούσε να καταβάλλει η Γερμανία ετησίως έναντι της συνολικής της οφειλής.
Η συμφωνία κατέληξε στην εντυπωσιακή μείωση του χρέους κατά περίπου 60% και υπογράφηκε από τις κυβερνήσεις του Βελγίου, του Καναδά, της Δανίας, της Γαλλίας, της Ελλάδας, του Ιράν, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, του Λουξεμβούργου, της Νορβηγίας, του Πακιστάν, της Ισπανίας, της Σουηδίας, της Ελβετίας, της Νοτίου Αφρικής, του Ηνωμένου Βασιλείου, των ΗΠΑ και της (ενωμένης τότε) Γιουγκοσλαβίας.
Οικονομικές απαιτήσεις από τη Γερμανία είχαν 70 χώρες και το 1953 το συνολικό χρέος της χώρας ανερχόταν σε 30 δισ. μάρκα (σχεδόν 15,3 δισ. ευρώ) και αντιστοιχούσε μόλις στο 23% του ΑΕΠ. Το μισό χρέος αφορούσε την προπολεμική και το υπόλοιπο τη μεταπολεμική περίοδο.
Στη διάρκεια της συμφωνίας του Λονδίνου τα ποσά μειώθηκαν σε 7,5 δισ. μάρκα για την πρώτη περίοδο και σε 7 δισ. μάρκα για τη δεύτερη. Σε ποσοστό, αυτό αντιπροσωπεύει μείωση κατά 62,6%.
Επιπλέον, η συμφωνία προέβλεπε τη δυνατότητα αναστολής των πληρωμών για να επαναδιαπραγματευθούν οι όροι, αν συνέβαινε μια ουσιαστική αλλαγή που περιόριζε τη διαθεσιμότητα των πόρων.
Για να διασφαλιστεί ότι η οικονομία της Δυτικής Γερμανίας έμπαινε πραγματικά σε επανεκκίνηση ώστε να αποτελεί ένα κεντρικό και σταθερό στοιχείο στο ατλαντικό μπλοκ ενώπιον του ανατολικού μπλοκ, οι Σύμμαχοι πιστωτές έκαναν πολύ σημαντικές παραχωρήσεις προς τις χρεωκοπημένες γερμανικές αρχές και εταιρείες που υπερέβαιναν κατά πολύ μια απλή μείωση του χρέους.
Την εποχή εκείνη η Ευρώπη χρειαζόταν μια ισχυρή Δυτική Γερμανία ως προπύργιο ενάντια στον κομμουνισμό. Έτσι οι πιστωτές της χώρας συναντήθηκαν στο Λονδίνο και έδειξαν ότι έχουν κατανοήσει ότι έπρεπε να βοηθήσουν μια χώρα να ανακάμψει από την καταστροφή. Έδειξαν επίσης κατανόηση στο γεγονός ότι το χρέος δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ευθύνη του οφειλέτη και μόνο.
Η Ελλάδα πήρε μέρος οικειοθελώς σε μια συμφωνία για να συμβάλλει στη δημιουργία μιας σταθερής και ευημερούσας Δυτικής Ευρώπης, παρά τα εγκλήματα πολέμου, που οι Γερμανοί κατακτητές είχαν προκαλέσει μόλις λίγα χρόνια πριν.
Βασική ιδέα
Η βασική αρχή ήταν πως η Γερμανία υποχρεωνόταν να αποπληρώσει το χρέος, που απέμεινε μετά τη διαγραφή, διατηρώντας ένα επίπεδο ανάπτυξης, που θα την καθιστά ικανή να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της και να βελτιώνει παραλλήλως το βιοτικό επίπεδο του λαού της. Θα επέστρεφε στη φερεγγυότητα χωρίς ο δρόμος αυτός να περνά μέσα από τη φτώχεια του πληθυσμού της. Επιπλέον, αν η εκπλήρωση αυτών των όρων υπερέβαινε τις πραγματικές δυνατότητές της, θα επανεξεταζόταν η γενική συμφωνία, μ΄ επιμέρους διαπραγματεύσεις.
Από τη γερμανική πλευρά «αρχιτέκτονας» της συμφωνίας ήταν ο Χέρμαν Αμπς. Διοικητής της Deutsche Bank την περίοδο του χιτλερισμού, άτυπος οικονομικός σύμβουλος των βρετανικών δυνάμεων κατοχής στη Γερμανία κι αργότερα συνεργάτης του καγκελάριου Αντενάουερ, αλλά και διοικητής της Dresdner Bank μέχρι τη δεκαετία του 1970. Με «ελληνική δράση», μάλιστα, αφού συμμετείχε κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής στο αναγκαστικό δάνειο του Χίτλερ από την Ελλάδα και στον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος.
Με τις ρυθμίσεις δεν είναι καθόλου περίεργο πως η αποπληρωμή του γερμανικού χρέους έγινε δυνατή πολύ νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Μετά την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου (1958) το χρέος έπεσε στο 6% του ΑΕΠ. Το 1960 η Γερμανία απαλλάχτηκε από τοκοχρεολυτικές υποχρεώσεις.
Οι νικητές του Β Παγκοσμίου Πολέμου είχαν πάρει «μαθήματα» από τις ανάλογες ρυθμίσεις, που είχαν επιβάλει στην ηττημένη Γερμανία μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε είχαν εξοντώσει το γερμανικό λαό και οδήγησαν στη φασιστικοποίηση της χώρας. Η συμφωνία του Λονδίνου, σε συνδυασμό με το σχέδιο Μάρσαλ, ήταν η βάση για το περίφημο μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα».
Η γερμανική οικονομία σημείωσε καταπληκτικές επιδόσεις από τότε. Σε διάστημα δέκα χρόνων το ΑΕΠ διπλασιάστηκε. Ουδέποτε στο μέλλον καταγράφηκαν τόσο υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης όσο τη δεκαετία που ακολούθησε. Η συμφωνία του Λονδίνου θεωρήθηκε τα κατοπινά χρόνια από πολλούς ως πρότυπο λογικής ρύθμισης χρεών κι έγινε σημείο αναφοράς στις διεκδικήσεις φτωχών και υπερχρεωμένων χωρών. Όπως επίσης κι άλλων πρωτοβουλιών έως τις μέρες μας.
Μέτρα διευκόλυνσης
Η βασική ιδέα ότι «το ύψος της εξυπηρέτησης του χρέους δεν πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να θέτει σε κίνδυνο, άμεσα μεν την ευημερία των πολιτών της χώρας, μακροπρόθεσμα δε την ανοικοδόμηση της οικονομίας της» έγινε κοινός τόπος σε θεωρητικό επίπεδο. Δυστυχώς μόνο σε θεωρητικό…
Για να επιτευχθεί η παραπάνω ιδέα οι πιστωτές δέχτηκαν:
1. Ότι η Γερμανία θα πλήρωνε είτε στο εθνικό της νόμισμα, το μάρκο, είτε σε σκληρό νόμισμα (δολάρια, ελβετικά φράγκα, λίρες…).
2. Ενώ στις αρχές του 1950, η χώρα εξακολουθούσε να έχει αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (η αξία των εισαγωγών ξεπερνούσε εκείνη των εξαγωγών), οι πιστώτριες δυνάμεις  δέχτηκαν ότι η Γερμανία θα μπορούσε να μειώσει τις εισαγωγές της και να παράγει δικά της προϊόντα, αντί να τα εισάγει. Συνεπώς, επιτρέποντας στη Γερμανία να αντικαταστήσει τις εισαγωγές αγαθών με δική της παραγωγή, οι πιστωτές συμφωνούσαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς αυτή. Με το 41% των γερμανικών εισαγωγών από τη Βρετανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για την περίοδο 1950-51 και με το μερίδιο των άλλων πιστωτριών χωρών που συμμετείχαν στη διάσκεψη (Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία και Ελβετία), το σύνολο ανήλθε στο 66%.
3. Επετράπη στη Γερμανία να πωλεί τα προϊόντα της στο εξωτερικό, για να επιτύχει ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο.
Η σχέση μεταξύ της εξυπηρέτησης του χρέους και των εσόδων από τις εξαγωγές δεν έπρεπε να υπερβαίνει το 5%. Αυτό σήμαινε ότι η Δυτική Γερμανία δεν θα έπρεπε να ξοδεύει περισσότερο από το ένα εικοστό των εσόδων από τις εξαγωγές της για να εξυπηρετεί το χρέος της. Στην πράξη, μόλις το 4,2% των εσόδων της από τις εξαγωγές πήγαν στην εξυπηρέτηση του χρέους της (αυτό το ποσοστό ανήλθε το 1959). Έτσι και αλλιώς, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού χρέους εξοφλήθηκε σε γερμανικά μάρκα, πράγμα που σήμαινε ότι η γερμανική κεντρική τράπεζα μπορούσε και εξέδιδε νέο χρήμα, με άλλα λόγια, μπορούσε και έβαζε σε λειτουργία το τυπογραφείο νομίσματος (ή ρευστοποιούσε το χρέος).
Επιπροσθέτως, εφαρμόστηκε ένα εξαιρετικό μέτρο: έγινε μια δραστική μείωση των επιτοκίων, τα οποία κυμάνθηκαν μεταξύ 0 και 5%.
Τέλος, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι δωρεές σε δολάρια των ΗΠΑ προς τη Δυτική Γερμανία: 1,17 δισ. δολάρια με το σχέδιο Μάρσαλ μεταξύ 3 Απρ. 1948 και 30 Ιουνίου 1952 (ήτοι περίπου 10 δισ. σημερινά δολάρια) συν τουλάχιστον 200 εκατομμύρια δολάρια (περίπου 2 δις σημερινά) μεταξύ 1954 και 1961, κυρίως μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών (USAID).
Λόγω αυτών των εξαιρετικών συνθηκών, η Δυτική Γερμανία ανέκαμψε οικονομικά πολύ γρήγορα και τελικά απορρόφησε την Ανατολική Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Σήμερα είναι μακράν η ισχυρότερη οικονομία στην Ευρώπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: