Το σώμα του Ανθυπολοχαγού Κωνσταντίνου Μπουκουβάλα (Πετρίλου), που ήταν εγκαταστημένο σε Καλύβες (Πατώματα) μέσα στη λίμνη των Γιαννιτσών,...
καταλαμβάνει τη βουλγαρική Καλύβα της Γκολεσάτης, κοντά στο χωριό Γυμνά, και εξοντώνει 19 κομιτατζήδες.
Γεννήθηκε τὸ 1877 στὸ Γύθειο καὶ ἦταν ἀπόγονος τῆς ἒνδοξης οἰκογένειας κλεφταρματωλῶν, τῶν Μπουκουβαλαίων. Τὸ 1898 βγῆκε ἀπὸ τὴ σχολὴ Εὐελπίδων ὡς ἀνθυπολοχαγὸς καὶ κατατάχθηκε στὰ ἐθελοντικὰ σώματα τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα.
Ὁ Μπουκουβάλας εἶχε ἒρθει στὴν Μακεδονία μὲ τὸ σῶμα τοῦ Νταφώτη καὶ μετὰ τὴ διάλυση τοῦ σώματος στὴν μάχη τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ὁ Μπουκουβάλας, ὃπως καὶ ἂλλοι ἀντᾶρτες, κατώρθωσαν νὰ διαφύγουν ἀπὸ τὸν κλοιὸ τῶν Τούρκων καὶ νὰ καταφύγουν στὰ γύρω χωριά, οἱ κάτοικοι τῶν ὁποίων μὲ αὐτοθυσία ἒκρυψαν τοὺς ἀγωνιστές καὶ σὲ πρώτη εὐκαιρία τοὺς φυγάδεψαν.
Ὁ Μπουκουβάλας κατώρθωσε νὰ φθάσῃ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ νὰ τεθῇ στὴν διάθεση τοῦ κέντρου. Τὸ κέντρο προέβῃ στὴν συγκρότηση σώματος, ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ὁποίου ἒβαλε τὸν Μπουκουβάλα. Τὸν Μάιο τοῦ 1905 τὸ σῶμα αὐτὸ κατευθύνθηκε στὸ Βάλτο τῶν Γιανιτσῶν. Ἡ δύναμή του ἀνερχόταν σὲ 50 ἂνδρες καί εἶχε στὴ διάθεσή του καὶ περὶ τὶς 15 βάρκες (πλάβες).
Ὢς τήν ἂνοιξη τοῦ 1905, στον Βάλτο τῶν Γιανιτσῶν δροῦσαν τά μικρά ντόπια σώματα τοῦ καπετάν Τζόλα Περήφανου, τοῦ Θεοχάρη Κούγκα καί τοῦ καπετάν Γκόνου. Μέ τόν τελευταῖο συνέπραττε καί ὁ Παντελῆς Παπαϊωάννου ἀπό τήν Στρώμνιτσα, ὁ μετέπειτα καπετάν Γκρέκος ἢ Νικοτσάρας. Στίς ἀρχές Μαϊου τοῦ 1905 μπῆκε γιά πρώτη φορά ὀργανωμένο ἑλληνικό σῶμα στον περίφημο ἐκεῖνο Βάλτο, τό σῶμα τοῦ ὑπολοχαγοῦ Κωνσταντίνου Μπουκουβάλα, πού ἒφερε τό ψευδώνυμο καπετάν Πετρίλος.
Ὁ Μπουκουβάλας εἶναι ὁ πρῶτος Ἓλλην ἀρχηγὸς ποὺ εἰσχώρησε στὸν παράξενο Βάλτο τῶν Γιαννιτσῶν καὶ ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὸ ἐσωτερικό του. Ἀφοῦ κατασκεύασε μὲ κάθε μυστικότητα ἓνα πάτωμα, ἂρχισε ἐπιθετικὲς ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τῶν βουλγαρικῶν καλυβῶν καὶ κατόρθωσε, μέσα σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα νὰ κυριαρχήσῃ στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τοῦ Βάλτου. Ἡ βάση του ἦταν στὴν καλύβα τοῦ Τσέκρι (Παραλίμνη).
Μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς ἐνέργειες τοῦ Μπουκουβάλα ἦταν ἡ ἐπίθεσή του στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς λίμνης, ὃπου οἱ Βούλγαροι κυριαρχοῦσαν μὲ δίκτυο ἀλληλοϋποστηριζομένων ὀχυρωμάτων, κατὰ τὰ ὁποῖα κατέλαβε τὴν καλύβα, ποὺ ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ χωριὸ Γυμνά. Στὴν ἐπιχείρηση ἐκείνη οἱ Βούλγαροι ἀπώλεσαν περὶ τοὺς 20 κομιτατζῆδες.
Ὁ Μπουκουβάλας παρέμεινε ἀρχηγός στὸν Βάλτο τῶν Γιανιτσῶν ὣς τὸν Νοέμβριο τοῦ 1905, ὁπότε ἀναγκάσθηκε νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, διότι εἶχε κλονισθῇ ἡ ὑγεία του ἀπὸ τὴν ἑλονοσία καὶ τὴν ὑγρασία. Κατὰ τὸ διάστημα ἐκεῖνο ὁ γενναῖος, σεμνὸς καὶ ἀθόρυβος αὐτὸς ἀρχηγὸς ἐπεξέτεινε τὴν δράση του καὶ στὰ γύρω χωριά, ὣς τὰ Κουφάλια, προέβῃ στὴν ἐκκαθάριση τῆς περιοχῆς ἀπὸ τοὺς πράκτορες τοῦ βουλγαρισμοῦ καὶ ἀπέκοψε τὴν ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στὶς βουλγαρικὲς συμμορίες, ποὺ ἦσαν ἐγκατεστημένες στὸν Βάλτο καὶ τὰ γύρω χωριά.
Λόγῳ τῆς συστηματικῆς δράσης τοῦ Μπουκουβάλα, πολλὰ ἀπὸ τὰ χωριά, ποὺ ἀπὸ τὴν πίεση τῶν κομιτατζήδων εἶχαν προσχωρήσει στὴν Ἐξαρχία, ἐπανῆλθαν ὑπὸ τὸ Πατριαρχεῖο, τὰ δὲ παραλίμνια ἑλληνόφωνα χωριὰ ἀνέπνευσαν καὶ ἀνεθάρρησαν, ἀποτέλεσαν δὲ ἀπὸ τότε στηρίγματα τῶν σωμάτων στὸν μετέπειτα ἀγῶνα…
Ἀργότερα ὁ Κωνσταντῖνος Μπουκουβάλας προτρέπει τὸν Γιῶργο Μπουκουβάλα γυμνασιάρχη καὶ ἐκδίδουν τὸ βιβλίο –μελέτη «Ἡ γλῶσσα τῶν ἐν Μακεδονία Βουλγαρόφωνων» μὲ στόχο νὰ ἀποδείξῃ ὃτι ἡ γλῶσσα ποὺ μιλοῦν οἱ σλαβόφωνοι εἶναι ἡ Ἑλληνική μὲ στοιχεῖα σλάβικα καὶ βουλγάρικα. Ἀργότερα συμμετέχει στοὺς Βαλκανικοὺς ἀγῶνες καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ τὸν λόχο του καταλαμβάνει τὸ ὓψωμα τοῦ Ἁγ. Νικολάου ἀνοίγοντας τὸ δρόμο γιὰ τὴν κατάληψη τῶν Ἰωαννίνων. Στὸν ἙλληνοΒουλγαρικὸ πόλεμο τοῦ 1913 ὡς λοχαγὸς διακρίθηκε ἰδιαίτερα καὶ ἒλαβε τιμητικὲς διακρίσεις. Πῆρε μέρος στὴ Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία ὡς μέραρχος καὶ ἒφτασε μέχρι τὸ Σαγγάριο. Λίγο πρὶν τὴν καταστροφὴ ἀρρώστησε βαριὰ καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀθῆνα.
Πέθανε τὸ 1932 χωρὶς νὰ ἀφήσῃ ἀπογόνους.
Ὁ Μπουκουβάλας εἶχε ἒρθει στὴν Μακεδονία μὲ τὸ σῶμα τοῦ Νταφώτη καὶ μετὰ τὴ διάλυση τοῦ σώματος στὴν μάχη τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ὁ Μπουκουβάλας, ὃπως καὶ ἂλλοι ἀντᾶρτες, κατώρθωσαν νὰ διαφύγουν ἀπὸ τὸν κλοιὸ τῶν Τούρκων καὶ νὰ καταφύγουν στὰ γύρω χωριά, οἱ κάτοικοι τῶν ὁποίων μὲ αὐτοθυσία ἒκρυψαν τοὺς ἀγωνιστές καὶ σὲ πρώτη εὐκαιρία τοὺς φυγάδεψαν.
Ὁ Μπουκουβάλας κατώρθωσε νὰ φθάσῃ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ νὰ τεθῇ στὴν διάθεση τοῦ κέντρου. Τὸ κέντρο προέβῃ στὴν συγκρότηση σώματος, ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ὁποίου ἒβαλε τὸν Μπουκουβάλα. Τὸν Μάιο τοῦ 1905 τὸ σῶμα αὐτὸ κατευθύνθηκε στὸ Βάλτο τῶν Γιανιτσῶν. Ἡ δύναμή του ἀνερχόταν σὲ 50 ἂνδρες καί εἶχε στὴ διάθεσή του καὶ περὶ τὶς 15 βάρκες (πλάβες).
Ὢς τήν ἂνοιξη τοῦ 1905, στον Βάλτο τῶν Γιανιτσῶν δροῦσαν τά μικρά ντόπια σώματα τοῦ καπετάν Τζόλα Περήφανου, τοῦ Θεοχάρη Κούγκα καί τοῦ καπετάν Γκόνου. Μέ τόν τελευταῖο συνέπραττε καί ὁ Παντελῆς Παπαϊωάννου ἀπό τήν Στρώμνιτσα, ὁ μετέπειτα καπετάν Γκρέκος ἢ Νικοτσάρας. Στίς ἀρχές Μαϊου τοῦ 1905 μπῆκε γιά πρώτη φορά ὀργανωμένο ἑλληνικό σῶμα στον περίφημο ἐκεῖνο Βάλτο, τό σῶμα τοῦ ὑπολοχαγοῦ Κωνσταντίνου Μπουκουβάλα, πού ἒφερε τό ψευδώνυμο καπετάν Πετρίλος.
Ὁ Μπουκουβάλας εἶναι ὁ πρῶτος Ἓλλην ἀρχηγὸς ποὺ εἰσχώρησε στὸν παράξενο Βάλτο τῶν Γιαννιτσῶν καὶ ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὸ ἐσωτερικό του. Ἀφοῦ κατασκεύασε μὲ κάθε μυστικότητα ἓνα πάτωμα, ἂρχισε ἐπιθετικὲς ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τῶν βουλγαρικῶν καλυβῶν καὶ κατόρθωσε, μέσα σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα νὰ κυριαρχήσῃ στὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τοῦ Βάλτου. Ἡ βάση του ἦταν στὴν καλύβα τοῦ Τσέκρι (Παραλίμνη).
Μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς ἐνέργειες τοῦ Μπουκουβάλα ἦταν ἡ ἐπίθεσή του στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς λίμνης, ὃπου οἱ Βούλγαροι κυριαρχοῦσαν μὲ δίκτυο ἀλληλοϋποστηριζομένων ὀχυρωμάτων, κατὰ τὰ ὁποῖα κατέλαβε τὴν καλύβα, ποὺ ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ χωριὸ Γυμνά. Στὴν ἐπιχείρηση ἐκείνη οἱ Βούλγαροι ἀπώλεσαν περὶ τοὺς 20 κομιτατζῆδες.
Ὁ Μπουκουβάλας παρέμεινε ἀρχηγός στὸν Βάλτο τῶν Γιανιτσῶν ὣς τὸν Νοέμβριο τοῦ 1905, ὁπότε ἀναγκάσθηκε νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα, διότι εἶχε κλονισθῇ ἡ ὑγεία του ἀπὸ τὴν ἑλονοσία καὶ τὴν ὑγρασία. Κατὰ τὸ διάστημα ἐκεῖνο ὁ γενναῖος, σεμνὸς καὶ ἀθόρυβος αὐτὸς ἀρχηγὸς ἐπεξέτεινε τὴν δράση του καὶ στὰ γύρω χωριά, ὣς τὰ Κουφάλια, προέβῃ στὴν ἐκκαθάριση τῆς περιοχῆς ἀπὸ τοὺς πράκτορες τοῦ βουλγαρισμοῦ καὶ ἀπέκοψε τὴν ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στὶς βουλγαρικὲς συμμορίες, ποὺ ἦσαν ἐγκατεστημένες στὸν Βάλτο καὶ τὰ γύρω χωριά.
Λόγῳ τῆς συστηματικῆς δράσης τοῦ Μπουκουβάλα, πολλὰ ἀπὸ τὰ χωριά, ποὺ ἀπὸ τὴν πίεση τῶν κομιτατζήδων εἶχαν προσχωρήσει στὴν Ἐξαρχία, ἐπανῆλθαν ὑπὸ τὸ Πατριαρχεῖο, τὰ δὲ παραλίμνια ἑλληνόφωνα χωριὰ ἀνέπνευσαν καὶ ἀνεθάρρησαν, ἀποτέλεσαν δὲ ἀπὸ τότε στηρίγματα τῶν σωμάτων στὸν μετέπειτα ἀγῶνα…
Ἀργότερα ὁ Κωνσταντῖνος Μπουκουβάλας προτρέπει τὸν Γιῶργο Μπουκουβάλα γυμνασιάρχη καὶ ἐκδίδουν τὸ βιβλίο –μελέτη «Ἡ γλῶσσα τῶν ἐν Μακεδονία Βουλγαρόφωνων» μὲ στόχο νὰ ἀποδείξῃ ὃτι ἡ γλῶσσα ποὺ μιλοῦν οἱ σλαβόφωνοι εἶναι ἡ Ἑλληνική μὲ στοιχεῖα σλάβικα καὶ βουλγάρικα. Ἀργότερα συμμετέχει στοὺς Βαλκανικοὺς ἀγῶνες καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ τὸν λόχο του καταλαμβάνει τὸ ὓψωμα τοῦ Ἁγ. Νικολάου ἀνοίγοντας τὸ δρόμο γιὰ τὴν κατάληψη τῶν Ἰωαννίνων. Στὸν ἙλληνοΒουλγαρικὸ πόλεμο τοῦ 1913 ὡς λοχαγὸς διακρίθηκε ἰδιαίτερα καὶ ἒλαβε τιμητικὲς διακρίσεις. Πῆρε μέρος στὴ Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία ὡς μέραρχος καὶ ἒφτασε μέχρι τὸ Σαγγάριο. Λίγο πρὶν τὴν καταστροφὴ ἀρρώστησε βαριὰ καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἀθῆνα.
Πέθανε τὸ 1932 χωρὶς νὰ ἀφήσῃ ἀπογόνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου